.
.
Παραδοσιακά τραγούδια του Πόντου Νο6

Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς

Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς
fullscreen
Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς όντες χ̌ι͜ονίζ’
και τ’ άνθι͜α¹ ρούζ’νε απ’ έναν
Άμον τσ’ εγάπ’ς την εγκάλιαν
’κι σκουτουλίζ’ κανέναν

Απάν’ σην άκραν τη χωρί’,
σην αποσυνορέαν
Εγώ κι εσύ θα χτίζομε
τ’ εμέτερον φωλέαν

Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί κι εσέν,
ν’ αηλί τσοι δύ’ς εντάμαν!
’νέσπαλαμε το φίλεμαν,
το σπιχτόν την εγκάλιαν

Όντες τερώ -ν- εγώ -ν- εσέν
εσύ τερείς εμέναν
Ας σο καρδόπο μ’ ’κχ̌ύεται
εκατό δράμι͜α -ν- αίμαν

Γεια σου Αραματά Γιάννε! Λελεύω σε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνθι͜αάνθη
απάν’πάνω
αποσυνορέανσύνορο, όρια χωραφιού
ΑπρίλτςΑπρίλιος
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δράμι͜αμονάδα βάρους, 1 δράμι=1/400 της οκάς μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
δύ’ςδύο
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
εντάμανμαζί
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λελεύωχαίρομαι
Μάρτ’ςο μήνας Μάρτιος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
’νέσπαλαμε(ενέσπαλαμε) ξεχάσαμε
όντεςόταν
ρούζ’νεπέφτουν
σκουτουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
σπιχτόνσφιχτό/ή
τερείςκοιτάς
τερώκοιτώ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσοιτους/τις
φίλεμανφιλί
φωλέανφωλιά
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
χτίζομεχτίζουμε
χωρί’χωριού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνθι͜αάνθη
απάν’πάνω
αποσυνορέανσύνορο, όρια χωραφιού
ΑπρίλτςΑπρίλιος
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δράμι͜αμονάδα βάρους, 1 δράμι=1/400 της οκάς μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
δύ’ςδύο
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
εντάμανμαζί
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λελεύωχαίρομαι
Μάρτ’ςο μήνας Μάρτιος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
’νέσπαλαμε(ενέσπαλαμε) ξεχάσαμε
όντεςόταν
ρούζ’νεπέφτουν
σκουτουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
σπιχτόνσφιχτό/ή
τερείςκοιτάς
τερώκοιτώ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσοιτους/τις
φίλεμανφιλί
φωλέανφωλιά
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
χτίζομεχτίζουμε
χωρί’χωριού
Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει άχνι͜α προφανώς εκ παραδρομής

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost