.
.
Παραδοσιακά τραγούδια του Πόντου Νο6

Ο χρόνον δώδεκα μήνας

Ο χρόνον δώδεκα μήνας
fullscreen
Ο χρόνον δώδεκα μήνας,
τα τρία είν’ νεστείας
Σον πρόσωπο σ’ ζεμίαν ’κ’ έ͜εις,
τ’ αντζία σ’ εμπροστίας

Του σπαρελί’ σ’ τα δέματα,
πουλί μ’ / αρνί μ’, όντες ελύαν
Τα καταρράκτες τ’ ουρανού
εθάρρεσα ενοίαν

Αποκουμπία το σπαρέλ’
ας φαίνεται η ψ̌ήκα σ’
Θα κλίσ̌κεται κα’ και φιλεί
ο καρίπ’ς ο Γιωρίκας / Γιαννίκας

Αηλί εσένα, νε Γιάννε,
με τα πολλά τα τέρτι͜α
Καρδόπον, ξάι ’κ’ επέμ’νε σε
και για τα μουχαπέτι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αντζίαπόδια, μηροί
αποκουμπία(προστ.) ξεκούμπωσε
έ͜ειςέχεις
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
εμπροστίας(αιτ.) πυροστιάς, (οι) πυροστιές
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
επέμ’νεαπόμεινε
ζεμίανζημιά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καρδόπονκαρδούλα
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κλίσ̌κεταισκύβει, κλίνει
μήνας(τα) μήνες
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
ξάικαθόλου
όντεςόταν
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αντζίαπόδια, μηροί
αποκουμπία(προστ.) ξεκούμπωσε
έ͜ειςέχεις
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
εμπροστίας(αιτ.) πυροστιάς, (οι) πυροστιές
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
επέμ’νεαπόμεινε
ζεμίανζημιά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καρδόπονκαρδούλα
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κλίσ̌κεταισκύβει, κλίνει
μήνας(τα) μήνες
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
ξάικαθόλου
όντεςόταν
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
ψ̌ήκαψυχούλα
Ο χρόνον δώδεκα μήνας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost