.
.
Τ’ εμόν ο φίλον

Άνθρωπε

Άνθρωπε
fullscreen
Άνθρωπε, τέρεν ντ’ έπαθες
ση καρδι͜άς ι-σ’ το μέρος
Εσέγκες έναν τρανόν λιθάρ’
εκόπες ας σο γέλος

Όλιον τη μέραν πολεμάς
να καζανεύ’ς παράδες
Πατείς ση γούλαν συγγενείς,
αδέλφι͜α και μανάδες

Επέζεψε σε ο Θεόν,
χάται η ευλογία
Πριν να ’γροικάς ντό έν’ ζωήν
έσπρυναν τα μαλλία σ’

Όλιον τον βίο σ’ να μετράς,
πολλά ’κι θα εβγαίν’νε
Τα έμορφα τα ώρας ι-σ’
ποτήρ’ ’κι θα γομών’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γέλοςγέλιο, περίγελος
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
γούλανλαιμό gula
’γροικάςκαταλαβαίνεις
εβγαίν’νεβγαίνουν
εκόπεςκόπηκες
έμορφαόμορφα
έν’είναι
επέζεψεβαρέθηκε, κουράστηκε bezmek
εσέγκεςέβαλες, εισήγαγες
έσπρυνανάσπρισαν
καζανεύ’ςκερδίζεις, αποκτάς kazanmak
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
όλιονόλο, ολόκληρο
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πατείςπατάς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χάταιχάνεται
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γέλοςγέλιο, περίγελος
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
γούλανλαιμό gula
’γροικάςκαταλαβαίνεις
εβγαίν’νεβγαίνουν
εκόπεςκόπηκες
έμορφαόμορφα
έν’είναι
επέζεψεβαρέθηκε, κουράστηκε bezmek
εσέγκεςέβαλες, εισήγαγες
έσπρυνανάσπρισαν
καζανεύ’ςκερδίζεις, αποκτάς kazanmak
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
όλιονόλο, ολόκληρο
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πατείςπατάς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χάταιχάνεται
ώραςώρες
Άνθρωπε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost