.
.
Τραπεζουντέτ’κα

Αηλί που ξενιτεύκεται

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αηλί που ξενιτεύκεται
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ν’ αηλί που ξενιτεύκεται,
ν’ αηλί που ξενιτεύει
Ν’ αηλί που αποχωρίεται
κι αν θέλτς ας βασιλεύει

Η ξενιτει͜ά κι ο θάνατον
τα δύο -ν- έναν ’κ’ είναι -ν
Εζύαξα κι ετέρεσα,
η ξενιτει͜ά βαρύν έν’

Αχπάσκουμαι σην ξενιτειά
με τα μοιρολογίας
Τα στράτας δάκρυ͜α ’γόμωσα,
τ’ ολόγερα λαλίας

Νασάν εκείνον π’ αποθάν’
σον τόπον ντ’ εγεννέθεν
Που ’κ’ εφέκεν τα χώματα τ’
και που ’κ’ εξενιτεύτεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάν’πεθαίνει
αποχωρίεταιαποχωρίζεται
αχπάσκουμαιαναχωρώ, φεύγω, κινώ για
’γόμωσα(εγόμωσα) γέμισα
εγεννέθενγεννήθηκε
εζύαξαζύγισα
έν’είναι
εξενιτεύτενξενιτεύτηκε
ετέρεσακοίταξα
εφέκενάφησε
θάνατονθάνατος
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
μοιρολογίας(ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
ολόγεραολόγυρα
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάν’πεθαίνει
αποχωρίεταιαποχωρίζεται
αχπάσκουμαιαναχωρώ, φεύγω, κινώ για
’γόμωσα(εγόμωσα) γέμισα
εγεννέθενγεννήθηκε
εζύαξαζύγισα
έν’είναι
εξενιτεύτενξενιτεύτηκε
ετέρεσακοίταξα
εφέκενάφησε
θάνατονθάνατος
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
μοιρολογίας(ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
ολόγεραολόγυρα
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
Αηλί που ξενιτεύκεται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost