.
.
Τραπεζουντέτ’κα

Αρνί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ μαύρα είν’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρνί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ μαύρα είν’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρνί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ μαύρα είν’,
αγάπ’ απέσ’ γραμμένον
Άνοιξον ας ελέπ’ ατα,
το ψ̌όπο μ’ έν’ καμένον

Τ’ ομμάτι͜α σ’, τ’ ομματόφρυδα σ’,
πουλί μ’, ζωγραφισμένα -ν
Φαρμάκωσον τη σ̌κύλ’ τον υιόν,
άφ’ς κι έλα μετ’ εμένα -ν

Ανάθεμα κι ανάθεμα,
αούτα τα σεβντάδες
Τ’ εμόν το βίον έφαγαν
τη χώρας οι χ̌ι͜οράδες

Το σόι μ’ όλον έτονε
ποπάδες, δεσποτάδες
Εγώ τίναν ομοίασα
κι αγαπώ τοι χ̌ι͜οράδες;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αούτααυτά
απέσ’μέσα
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δεσποτάδεςδεσπότες
είν’(για πληθ.) είναι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έτονεήταν
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
ομοίασαέμοιασα
ποπάδεςπαπάδες
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τίνανποιον/α
τοιτους/τις
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
χ̌ι͜οράδεςχήρες
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αούτααυτά
απέσ’μέσα
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δεσποτάδεςδεσπότες
είν’(για πληθ.) είναι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έτονεήταν
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
ομοίασαέμοιασα
ποπάδεςπαπάδες
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τίνανποιον/α
τοιτους/τις
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
χ̌ι͜οράδεςχήρες
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌όποψυχούλα
Αρνί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ μαύρα είν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost