.
.
Έναν παπόρ’ αροθυμίας

Πουλόπο μ’, τα στομόχ̌ειλα σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Πουλόπο μ’, τα στομόχ̌ειλα σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πουλόπο μ’, τα στομόχ̌ειλα σ’
και -ν- όντες καλατσ̌εύ’νε
Είκοσ’ νομάτ’ λιγοθυμούν,
πενήντα ψ̌ήα εβγαίν’νε

Εσέν που έχ̌’, πουλόπο μου,
ντό θα ευτάει το κάζι;
Ας / Να βάλ’ -τ- σε απέσ’ σο μεσοχάμ’,
ο κόσμον θα φωτάζει

Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον,
το γέλος ατ’ς αγνόν έν’
Αδά σον κόσμον τσ̌αλιμτσ̌ίν
και -ν- ατό μαναχόν έν’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αδάεδώ
απέσ’μέσα
ατ’ςαυτής, της
γέλοςγέλιο, περίγελος
εβγαίν’νεβγαίνουν
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
κάζιπετρέλαιο gaz<χάος (αντιδάνειο)
καλατσ̌εύ’νεομιλούν, συνομιλούν, συζητούν keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσοχάμ’(ή μεσοχάμιν, από το μέσον+χαμαί=κάτω, επί του εδάφους) αποτελούσε το μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού, το καθιστικό, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο χωνός
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
όντεςόταν
πουλόποπουλάκι
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τσ̌αλιμτσ̌ίνεπιδέξιος (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζος çalımcı
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αδάεδώ
απέσ’μέσα
ατ’ςαυτής, της
γέλοςγέλιο, περίγελος
εβγαίν’νεβγαίνουν
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
κάζιπετρέλαιο gaz<χάος (αντιδάνειο)
καλατσ̌εύ’νεομιλούν, συνομιλούν, συζητούν keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσοχάμ’(ή μεσοχάμιν, από το μέσον+χαμαί=κάτω, επί του εδάφους) αποτελούσε το μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού, το καθιστικό, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο χωνός
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
όντεςόταν
πουλόποπουλάκι
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τσ̌αλιμτσ̌ίνεπιδέξιος (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζος çalımcı
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Πουλόπο μ’, τα στομόχ̌ειλα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost