.
.
Έναν παπόρ’ αροθυμίας

Γετίμογλης

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Γετίμογλης
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Και ντ’ έπαθες Γετίμογλη;
Επέθανεν ο κύρη σ’
Με τη κυρού σ’ το θάνατον
εχάθεν το χατίρι σ’ [νέι, έι]

Ο καρίπ’ς ο Γετίμογλης,
πουλί μ’, να ποδεδί͜ει σε
Έλα απέσ’ σ’ εγκαλιόπον ατ’
τη σεβντά να μαθί͜ει σε [νέι, έι]

Επατούρεψα τον εαυτό μ’,
εσ̌κεπάγα -ν- ας σο χρέος
’Βλαστήμεσα, ’βλαστήμεσα,
εγ̆έμ’νε άμον Εβραίος [νέι]

Σ’κούμαι -ν- ευτάγω τον σταυρό μ’
και πάγω σα δουλείας
Κλώσκουμαι κι έρχουμαι -ν- οπίσ’
τ’ Αυγούστ’ τη Παναΐας [νέι, έι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
’βλαστήμεσα(εβλαστήμεσα) βλαστήμησα, έβρισα
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εγ̆έμ’νεέγινα, κατήντησα
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
επατούρεψαεμβύθισα, έπνιξα, μτφ. κατέστρεψα μτφ. χρεωκόπησα batırmak
επέθανενπέθανε
έρχουμαιέρχομαι
εσ̌κεπάγασκέπαστηκα
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
εχάθενχάθηκε
θάνατονθάνατος
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κλώσκουμαιγυρίζω, επιστρέφω
κυρούπατέρα
μαθί͜ειμαθαίνει κτ σε κπ, διδάσκει
οπίσ’πίσω
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σ’κούμαισηκώνομαι
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
’βλαστήμεσα(εβλαστήμεσα) βλαστήμησα, έβρισα
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εγ̆έμ’νεέγινα, κατήντησα
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
επατούρεψαεμβύθισα, έπνιξα, μτφ. κατέστρεψα μτφ. χρεωκόπησα batırmak
επέθανενπέθανε
έρχουμαιέρχομαι
εσ̌κεπάγασκέπαστηκα
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
εχάθενχάθηκε
θάνατονθάνατος
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κλώσκουμαιγυρίζω, επιστρέφω
κυρούπατέρα
μαθί͜ειμαθαίνει κτ σε κπ, διδάσκει
οπίσ’πίσω
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σ’κούμαισηκώνομαι
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Γετίμογλης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost