.
.
Αυθεντικά παραδοσιακά ακούσματα

Μα την Παναΐα λέγω

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μα την Παναΐα λέγω
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πουλόπο μ’, άνοιξης τσ̌ιτσ̌έκ’
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
και παρχάρ’ ευωδία
[Μα την Παναΐαν λέγω!]
Ατόσον πολλά σκουτουλίζ’
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
φογούμ’ στέκ’ η καρδία μ’
[Μα την Παναΐαν λέγω!]

Παρχαρομάνα εποίκε σε,
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
γιαβρί μ’, λαλαχ̌εμένον
[Μα την Παναΐαν λέγω!]
Τσ̌ιτσ̌έκια ανθούν ολόερα σ’
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
τσ̌ιτσ̌εκοστολισμένον
[Μα την Παναΐαν λέγω!]

Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
πάρχαρον¹ ευωδίας
[Μα την Παναΐαν λέγω!]
’Σκουντούλτσεν παρχαρί’ τσ̌ιτσ̌έκ’,
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
αρνί μ’, η εμορφία σ’
[Μα την Παναΐαν λέγω!/Είπα, μα την Παναΐαν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατόσοντόσο
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εμορφίαομορφιά
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
ευωδίαςευωδίες
εφύσεσενφύσηξε
λαλαχ̌εμένονχαΐδεμένο, παραχαϊδεμένο
ολόεραολόγυρα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
’σκουντούλτσεν(εσκουντούλτσεν) ευωδίασε
σκουτουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
τσ̌ιτσ̌εκοστολισμένονανθοστόλιστο çiçek + στολισμένον
φογούμ’φοβάμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατόσοντόσο
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εμορφίαομορφιά
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
ευωδίαςευωδίες
εφύσεσενφύσηξε
λαλαχ̌εμένονχαΐδεμένο, παραχαϊδεμένο
ολόεραολόγυρα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
’σκουντούλτσεν(εσκουντούλτσεν) ευωδίασε
σκουτουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
τσ̌ιτσ̌εκοστολισμένονανθοστόλιστο çiçek + στολισμένον
φογούμ’φοβάμαι
Μα την Παναΐα λέγω
Σημειώσεις
¹ αντί του ορθότερου «παρχαρί’»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost