.
.
Αυθεντικά παραδοσιακά ακούσματα

Πολλά να λέγω ’κ’ επορώ

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Πολλά να λέγω ’κ’ επορώ
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πολλά να λέγω ’κ’ επορώ
κι ολίγα ’κι κανείνταν [γιαρ, γιαρ]
Τα τέρτι͜α μ’ όλι͜α να λέγω
μερών’ και ’κι τελείνταν [γιαρ, γιαρ]

Σίναν τον πόνο μ’ να λέγω,
την ψ̌η μ’ να ξαλαφρώνω; [γιαρ, γιαρ]
’Σ σα τέρτι͜α, ’ς σα παράπονα
ολίγον να γλυτώνω [γιαρ, γιαρ]

Εγρίβωσαν τα τερτόπα
’τσαντζάρωσαν σ’ ωμία μ’ [γιαρ, γιαρ]
Αέτσ’ θα τυρα̤ννίεται
τ’ άχαρον η καρδία μ’ [γιαρ, γιαρ]

Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου,
ν’ αηλί εμέν τον μαύρον [γιαρ, γιαρ]
Γουρτάρεψον με, μάνα μου,
θα τρώει με απόψ’ ο Χάρον [γιαρ, γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
εγρίβωσανπροσκολλήθηκαν, γαντζώθηκαν αγριφώνω<agrafer<grappa
επορώμπορώ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολίγονλίγο
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
’ς(ας) από
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
’τσαντζάρωσαν(ετσαντζάρωσαν) ανναριχήθηκαν, σκαρφάλωσαν
τυρα̤ννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
ψ̌ηψυχή
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
εγρίβωσανπροσκολλήθηκαν, γαντζώθηκαν αγριφώνω<agrafer<grappa
επορώμπορώ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολίγονλίγο
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
’ς(ας) από
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
’τσαντζάρωσαν(ετσαντζάρωσαν) ανναριχήθηκαν, σκαρφάλωσαν
τυρα̤ννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
ψ̌ηψυχή
ωμίαώμοι
Πολλά να λέγω ’κ’ επορώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost