.
.
Αυθεντικά παραδοσιακά ακούσματα

Η ξενιτεία έχ̌’ καημόν

Η ξενιτεία έχ̌’ καημόν
fullscreen
Η ξενιτεία έχ̌’ καημόν,
σον θάνατον λυπάσαι
Τ’ έναν ευτάει σε περισ̌άν’,
τ’ άλλο, ας σον κόσμον χάν’ σε

Ν’ αηλί εμέναν τον καρίπ’,
μάνα μ’, τον μαναχόν -ι
Απάν’ σον κόσμον έρημος
και -ν- άμον ορφανόν -ι

Αροθυμία τρώει την ψ̌η μ’,
τρώει με κι αναστενάζω
Ση μαναχ̌ίαν, άχαρον,
εγώ πώς να βαστάζω;

Αροθυμία -ν- έφαεν
τη καρδι͜άς ι-μ’ τ’ ημ’σόν -ι
Μακρά - μακρά ντο στέκομε,
εμέν θα θανατώνει!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αροθυμίανοσταλγία
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έφαενέφαγε
έχ̌’έχει
ημ’σόνμισό/η
θάνατονθάνατος
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μαναχ̌ίανμοναξιά
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
στέκομεστέκουμε
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αροθυμίανοσταλγία
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έφαενέφαγε
έχ̌’έχει
ημ’σόνμισό/η
θάνατονθάνατος
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μαναχ̌ίανμοναξιά
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
στέκομεστέκουμε
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ψ̌ηψυχή
Η ξενιτεία έχ̌’ καημόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost