.
.
Τραγούδια των Ελλήνων του Πόντου

Η ζουπούνα τ’ς/Μα την Παναΐα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η ζουπούνα τ’ς/Μα την Παναΐα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ αρνόπο μ’ απάν’ σον παρχάρ’
χαμόμηλα σερεύει
Κι ο ήλιον όντες είδεν α’
’κι θέλ’ να βασιλεύει

Η ζουπούνα τ’ς έν’ λογάδι͜α
φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλι͜α τα πεγάδι͜α

Τρυγόνι μ’, παρχαρί’ τσ̌ιτσ̌έκ’,
άσπρον μανουσ̌ακόπον
Εθα̤ρρώ ας σο τέρεμα σ’
σην καρδι͜ά σ’ έχω τόπον

Η ζουπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία
φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλι͜α τα ορμία

♫

Σο καθαέναν ορμόπον
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
πίνω κρύον νερόπον
[Μα την Παναΐαν λέγω!]
Ετέρεσα τα στράτας ι-σ’,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
πού επέμ’νες πουλόπο μ’;
[Μα την Παναΐαν λέγω!]

Κι αν εχ̌ι͜ονίγαν τα ραχ̌ι͜ά
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
κι ερρούξαν τα φυλλόπα
[Μα την Παναΐαν λέγω!]
Τ’ αρνί μ’ έχ̌’ πάντα άνοιξην
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
κι ανθεί τρανταφυλλόπα
[Μα την Παναΐαν λέγω!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
έν’είναι
επέμ’νεςαπόμεινες
ερρούξανέπεσαν
ετέρεσακοίταξα
έχ̌’έχει
εχ̌ι͜ονίγανχιονίστηκαν
ζουπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
καθαένανκαθένα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λογάδι͜αποικίλματα, διακοσμητικά σχέδια σε πλεκτό, υφαντό ή ρούχο, σύνολο τιμαλφών κοσμημάτων
μανουσ̌ακόπονμικρός μενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
νερόποννεράκι
όντεςόταν
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πεγάδι͜αβρύσες
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πλύν’πλένω/ει
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τέρεμαβλέμμα
τρανταφυλλόπαμικρά τριαντάφυλλα
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
φέρ’φέρνω/ει
φυλλόπαφυλλαράκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
έν’είναι
επέμ’νεςαπόμεινες
ερρούξανέπεσαν
ετέρεσακοίταξα
έχ̌’έχει
εχ̌ι͜ονίγανχιονίστηκαν
ζουπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
καθαένανκαθένα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λογάδι͜αποικίλματα, διακοσμητικά σχέδια σε πλεκτό, υφαντό ή ρούχο, σύνολο τιμαλφών κοσμημάτων
μανουσ̌ακόπονμικρός μενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
νερόποννεράκι
όντεςόταν
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πεγάδι͜αβρύσες
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πλύν’πλένω/ει
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τέρεμαβλέμμα
τρανταφυλλόπαμικρά τριαντάφυλλα
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
φέρ’φέρνω/ει
φυλλόπαφυλλαράκια
Η ζουπούνα τ’ς/Μα την Παναΐα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost