.
.
Τραγούδια των Ελλήνων του Πόντου

Βαΐων

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Βαΐων
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ εμέναν έλεες
«καν’νάν ’κι καλατσ̌εύω»
Με τ’ ομματόπα μ’ είδα σε
τον Θεό σ’ ’κ’ ινανεύω

Και Βαΐων, ξαν, Βαΐων
σο άνθεν το χωρίον
Σ’ όνομα σ’, όνομαν εύρα
σο πόι σ’ κι άλλο καλλίον

Αφού εμέν ’κι εγάπανες,
αφού εμέν ’κ’ εθέλ’νες
αφκά σον πολυέλαιον
μετ’ εμέν ντό επέγ’νες;

Των Βαΐων, ξαν, Βαΐων
σο άνθεν το χωρίον
Σ’ όνομα σ’, όνομαν εύρα
σο πόι σ’ κι άλλο καλλίον

Ρίζα μ’, ατέ η μάνα σου
μετ’ ατό το ινάτ’ν ατ’ς
το κουσμι͜ατόπο¹ σ’ έκοψεν
και με το ταπιέτ’ν ατ’ς

Των Βαΐων, ξαν, Βαΐων
σο άνθεν το χωρίον
Σ’ όνομα σ’, όνομαν εύρα
σο πόι σ’ κι άλλο καλλίον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνθενεπάνω, από πάνω
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
εγάπανεςαγαπούσες
εθέλ’νεςήθελες
έλεεςέλεγες
επέγ’νεςπήγαινες
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ινανεύωπιστεύω, εμπιστεύομαι inanmak
ινάτ’νγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύωμιλάω, συνομιλώ, συζητώ keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουσμι͜ατόποτυχερό, μοίρα, ριζικό kısmet/ḳismet
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξανπάλι, ξανά
ομματόπαματάκια
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ταπιέτ’νσυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνθενεπάνω, από πάνω
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
εγάπανεςαγαπούσες
εθέλ’νεςήθελες
έλεεςέλεγες
επέγ’νεςπήγαινες
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ινανεύωπιστεύω, εμπιστεύομαι inanmak
ινάτ’νγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύωμιλάω, συνομιλώ, συζητώ keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουσμι͜ατόποτυχερό, μοίρα, ριζικό kısmet/ḳismet
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξανπάλι, ξανά
ομματόπαματάκια
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ταπιέτ’νσυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
Βαΐων
Σημειώσεις
¹ Ακουγ. πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «χουσμι͜ατόπο»=υπηρεσία, καθήκον, φροντίδα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost