.
.
Τραγούδια των Ελλήνων του Πόντου

Παρχαρόπουλον/Δοξία

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Παρχαρόπουλον/Δοξία
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Παρχαρομάνα ελάλεσεν
θ’ ευτάει χαράν και γάμον
Παντρεύ’ το παρχαρόπουλον
ση δείσα μαθεμένον

Λαλεί, λαλεί το Κρέν Πεγάδ’,
τα Δώδεκα Παρχάρι͜α
Τ’ οψίκ’ έρθεν κι εσ̌κέπασεν
τ’ Αε-Σερί’ τ’ ομάλια

Εφτά ημέρας φαγοπότ’,
εφτά ημέρας γάμος
Κι άλλα εφτά εκράτεσεν
τη σύντεκνου η παρέβγα

♫

Εσύ εμέναν έλεες
«ντό πολλά αγαπώ σε!»
Ατώρα σύρκεσαι σο γιάν’
κι από μακρά τερώ σε

’Δοξία μ’, Ευδοξία μ’
τρώγω τ’ εσά τα ψ̌ήα!

Εσύ είσαι μικρόν κορίτσ’,
ο νου σ’ ’κι κουλανεύ’ σε
Η μάνα σ’ έχ̌’ το καπαέτ’
’κι θέλ’ να δι͜αρμενεύ’ σε

’Δοξία μ’, Ευδοξία μ’
τρώγω τ’ εσά τα ψ̌ήα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αε-Σερί’του αϊ-Σέργιου ή αϊ-Γιώργη
ατώρατώρα
γιάν’πλάι, πλευρά yan
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
δι͜αρμενεύ’συμβουλεύω/ει, νουθετώ/εί μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
εκράτεσενκράτησε
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
έλεεςέλεγες
έρθενήρθε
εσάδικά σου/σας
εσ̌κέπασενσκέπασε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
καπαέτ’φταίξιμο, σφάλμα, έγκλημα kabahat/ḳabāḥat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουλανεύ’χρησιμοποιεί κτ, εκμεταλλεύεται κτ kullanmak
κρένκρύο/α, δροσερό/ά
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
μαθεμένονμαθημένη/ο
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οψίκ’γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης
παρέβγακατευόδωμα, προπομπή
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
πεγάδ’βρύση
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σύρκεσαιτραβιέσαι, αντέχεσαι
τερώκοιτώ
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αε-Σερί’του αϊ-Σέργιου ή αϊ-Γιώργη
ατώρατώρα
γιάν’πλάι, πλευρά yan
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
δι͜αρμενεύ’συμβουλεύω/ει, νουθετώ/εί μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
εκράτεσενκράτησε
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
έλεεςέλεγες
έρθενήρθε
εσάδικά σου/σας
εσ̌κέπασενσκέπασε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
καπαέτ’φταίξιμο, σφάλμα, έγκλημα kabahat/ḳabāḥat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουλανεύ’χρησιμοποιεί κτ, εκμεταλλεύεται κτ kullanmak
κρένκρύο/α, δροσερό/ά
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
μαθεμένονμαθημένη/ο
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οψίκ’γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης
παρέβγακατευόδωμα, προπομπή
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
πεγάδ’βρύση
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σύρκεσαιτραβιέσαι, αντέχεσαι
τερώκοιτώ
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Παρχαρόπουλον/Δοξία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost