.
.
Τα πράσινα, τα γαλανά τ’ ομμάτι͜α σ’

Κλάψο με, μάνα

Κλάψο με, μάνα
fullscreen
Κλάψον με, μάνα, κλάψον με,
[και/βάι!] κλάψον με κι εσύ, θεία
Κλάψτεν εμέν τον άτυχον,
[και/βάι!] την γαρή μ’, τα παιδία μ’

♫

Για να σπουδάζω, μανίτσα μ’,
πολλά ετυρα̤ννίγα
Ε! μάνα, εσύ ’κ’ εχάρες με,
το χώμαν ετυλίγα

’Κ’ είχα την τύχην, μανίτσα μ’,
εγώ για να εζήν’να
Γραμμένον έτον, μανίτσα μ’,
τ’ οσπίτι μ’ να εβζήνα

♫

Ποίσον, μανίτσα μ’, ήντα̤ν θέλτς
[και/βάι!] ατό τ’ εμόν το βίον
Ενθύμιον μόνον να έ͜εις,
[και/βάι!] μανίτσα μ’, το πτυχίο μ’

♫

Κλάψο με, μάνα, κλάψο με
κλάψον και τη σπουδή μ’
Θεέ μ’, γιατί να μ’ εζήν’νεν
το έναν το παιδί μ’;

Για να σπουδά͜εις με, μανίτσα μ’,
εποίκες τρανόν αγώναν
Μάνα, εσύ ’κ’ εχάρες με
χ̌αίρεται με το χώμαν

♫

Μάνα, όντες κρούγω εγώ σο νου σ’
[και -ν-/βάι] η γαρή μ’, τα παιδία μ’
Έπαρ’ τη στράταν, μανίτσα μ’,
[βάι!] και -ν- έλα σα ταφία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
έ͜ειςέχεις
εβζήναέσβηνα
εζήν’ναζούσα
εζήν’νενζούσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έτονήταν
ετυλίγατυλίχθηκα
ετυρα̤ννίγατυραννήθηκα, ταλαιπωρήθηκα
εχάρεςχάρηκες
ήντα̤νοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλάψο(προστ.) κλάψε
κλάψον(προστ.) κλάψε
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κρούγωχτυπώ κρούω
όντεςόταν
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
έ͜ειςέχεις
εβζήναέσβηνα
εζήν’ναζούσα
εζήν’νενζούσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έτονήταν
ετυλίγατυλίχθηκα
ετυρα̤ννίγατυραννήθηκα, ταλαιπωρήθηκα
εχάρεςχάρηκες
ήντα̤νοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλάψο(προστ.) κλάψε
κλάψον(προστ.) κλάψε
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κρούγωχτυπώ κρούω
όντεςόταν
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
Κλάψο με, μάνα
Σημειώσεις
Αφιερωμένο στην οικογένεια Τσιφτελίδη από την Αναγέννηση Σερρών, που χάθηκε ολόκληρη τραγικά σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 13 Ιανουαρίου του 1985 κατά την επιστροφή της από εκδρομή στο χιονοδρομικό κέντρο του Λαϊλιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος Γρηγοριάδης, ο οποίος απαγγέλλει στο παρόν τραγούδι, είχε μόλις πρόσφατα βιώσει τη δική του ανείπωτη απώλεια, καθώς είχε χάσει την κόρη του σε τροχαίο δυστύχημα λίγο πριν την ηχογράφηση.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost