.
.
Τα πράσινα, τα γαλανά τ’ ομμάτι͜α σ’

Σ’ αβού τον κόσμον ντ’ έρθαμε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σ’ αβού τον κόσμον ντ’ έρθαμε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ εμά τα τέρτι͜α είν’ πολλά
έναν παπόρ’ γομών’νε
Αν σύρ’ ατα σην θάλασσαν
και τα νερά θολών’νε

Απέσ’ σα καρενίτας
’κάθουσ’νε κι εκαλάτσ̌ευες
με τοι ξενοχωρίτας

Πού είσαι, ψ̌ήκα μ’, και ’κ’ εβγαίντς
και πού εκορδυλλι͜άες;
Απέσ’ σα τέρτι͜α μ’ τα πολλά
έρθες και -ν- άι! ’δελι͜άες

Αρμέντσα Παναΐα,
εγώ εσέν δοξάζω
Πώς ’κι τσ̌οκεύ’νε τα ραχ̌ι͜ά
όντες αναστενάζω;

Σ’ αβού τον κόσμον ντ’ έρθαμε
θάνατος να μη έτον
Άνθρωπον να μη εγέρανε
πάντα νέος να έτον

Απάν’ σην Καστανέαν
ση Σουμελά μερέαν
Τ’ αρνί μ’ και -ν- ας ση Χάτοβαν
μυρίζ’ μανουσ̌ακέαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβού(ιδιωμ. Νικόπολης) αυτόν/ή/ό, έτσι
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ΑρμέντσαΑρμένισσα
ατααυτά
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
’δελι͜άες(εδελι͜άες) περιπλέχθηκες, μπερδεύτηκες, σκόνταψες θηλιάζω<θῆλυς
εβγαίντςβγαίνεις
εγέρανεγερνούσε
είν’(για πληθ.) είναι
εκαλάτσ̌ευεςμιλούσες keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
εκορδυλλι͜άεςμπλέχθηκες, έγινες κόμπος κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
εμάδικά μου
έρθαμεήρθαμε
έρθεςήρθες
έτονήταν
θολών’νεθολώνουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κάθουσ’νε(εκάθουσ’νε) καθόσουν
καρενίταςχόρτα όμοια με πράσα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανουσ̌ακέανμυρωδιά μενεξέ/βιολέτας մանուշակ (manušak)<manafšak
μερέανμεριά
όντεςόταν
ΠαναΐαΠαναγιά
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τοιτους/τις
τσ̌οκεύ’νεκαταπίπτουν, επικάθονται, κλίνουν υπό το βάρος çökmek
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβού(ιδιωμ. Νικόπολης) αυτόν/ή/ό, έτσι
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ΑρμέντσαΑρμένισσα
ατααυτά
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
’δελι͜άες(εδελι͜άες) περιπλέχθηκες, μπερδεύτηκες, σκόνταψες θηλιάζω<θῆλυς
εβγαίντςβγαίνεις
εγέρανεγερνούσε
είν’(για πληθ.) είναι
εκαλάτσ̌ευεςμιλούσες keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
εκορδυλλι͜άεςμπλέχθηκες, έγινες κόμπος κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
εμάδικά μου
έρθαμεήρθαμε
έρθεςήρθες
έτονήταν
θολών’νεθολώνουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κάθουσ’νε(εκάθουσ’νε) καθόσουν
καρενίταςχόρτα όμοια με πράσα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανουσ̌ακέανμυρωδιά μενεξέ/βιολέτας մանուշակ (manušak)<manafšak
μερέανμεριά
όντεςόταν
ΠαναΐαΠαναγιά
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τοιτους/τις
τσ̌οκεύ’νεκαταπίπτουν, επικάθονται, κλίνουν υπό το βάρος çökmek
ψ̌ήκαψυχούλα
Σ’ αβού τον κόσμον ντ’ έρθαμε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost