.
.
Ν’ αηλί που ’κ’ ευρέθεν

Το Μπέλες/Ο γέρον κι η γραία

Το Μπέλες/Ο γέρον κι η γραία
fullscreen
Και σο Μπέλες, μάνα μ’,
σην οροσειράν
και -ν- εφέκα το κορμόπο μ’
σο καφούλ’ καικά

Εντώκανε με τα σφαίρας
σο ψ̌όπο μ’ απέσ’
και -ν- εφέκα το κορμόπο μ’
σ’ ορμόπον απέσ’

Και -ν- η χλαίνη μ’ εγομώθεν
όλον αίματα
Το αρνόπο σ’ ντ’ εσκοτώθεν
’κ’ έτον ψέματα

Η μάνα μ’ ’κ’ εξέρει͜ ατο,
ο κύρη μ’ ’κι ζει
Πώς εφέκαν το κορμόπο μ’
απέσ’ σο γιαζίν

Μάνα, έλα αράεψον
εύρηκον τον τόπο μ’
Και έναν κερόπον
άψον σο ταφόπο μ’

Εχ!/Και μανίτσα μ’, έλα
χτίσον με ταφίν
Μάζεψον τα κομματόπα μ’,
το γιαβρί σ’ ’κι ζει

♫

Ο γέρον κι η γραία
πορπατούν βαρέα
Έρθανε σο τέλος τη ζωής
Ο γέρον ερρούξεν,
τη γραία εκούξεν
«Νώμα το χ̌ερόπο σ’, λελεύω την ψ̌η σ’!»

Κάθουν, αναπάουν
και -ν- ορωματι͜άουν
ση ζωήν ατουν ντ’ επέρασαν
Τα χρόνι͜α ντ’ ευτάνε
τοι νέοις έσπρυνανε
και -ν- αρ’ ούλ’ ξ(αν) ατείν’ εγέρασαν

Αέτσ’ έν’ ο κόσμον
’κ’ είμες εμείς μόνον,
όσοι γεννίουν ν’ αποθάν’νε
Μόνον τα ραχ̌ία
ατά ’κ’ έχ’νε ψ̌ήα
και χρόνι͜α, ζαμάνι͜α απομέν’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αναπάουναναπαύονται, ξεκουράζονται
απέσ’μέσα
αποθάν’νεπεθαίνουν
απομέν’νεαπομένουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αράεψον(προστ.) ψάξε, αναζήτησε, γύρεψε aramak
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
ατείν’αυτοί
ατουντους
άψον(προστ.) άναψε
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γεννίουνγεννιούνται
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαζίνπεδιάδα, εξοχή, ύπαιθρος yazı
γραίαγριά
εγομώθενγέμισε
είμεςείμαστε
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έν’είναι
εντώκανεχτύπησαν
έρθανεήρθαν
ερρούξενέπεσε
εσκοτώθενσκοτώθηκε
έσπρυνανεάσπρισαν
έτονήταν
εύρηκον(προστ.) βρες
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφέκαάφησα
εφέκαναφήσαν
έχ’νεέχουνε
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουνκάθονται
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καφούλ’θάμνος κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομματόπακομματάκια
κορμόποκορμάκι
λελεύωχαίρομαι
νέοιςνέους
νώμα(προστ.) δώσε μου
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
ορωματι͜άουνονειρεύονται
ούλ’όλοι
πορπατούνπερπατούν
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ταφίντάφος
ταφόπο(υποκορ.) τάφος
τοιτους/τις
χ̌ερόποχεράκι
χτίσον(προστ.) χτίσε, φτιάξε
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αναπάουναναπαύονται, ξεκουράζονται
απέσ’μέσα
αποθάν’νεπεθαίνουν
απομέν’νεαπομένουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αράεψον(προστ.) ψάξε, αναζήτησε, γύρεψε aramak
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
ατείν’αυτοί
ατουντους
άψον(προστ.) άναψε
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γεννίουνγεννιούνται
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαζίνπεδιάδα, εξοχή, ύπαιθρος yazı
γραίαγριά
εγομώθενγέμισε
είμεςείμαστε
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έν’είναι
εντώκανεχτύπησαν
έρθανεήρθαν
ερρούξενέπεσε
εσκοτώθενσκοτώθηκε
έσπρυνανεάσπρισαν
έτονήταν
εύρηκον(προστ.) βρες
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφέκαάφησα
εφέκαναφήσαν
έχ’νεέχουνε
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουνκάθονται
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καφούλ’θάμνος κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομματόπακομματάκια
κορμόποκορμάκι
λελεύωχαίρομαι
νέοιςνέους
νώμα(προστ.) δώσε μου
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
ορωματι͜άουνονειρεύονται
ούλ’όλοι
πορπατούνπερπατούν
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ταφίντάφος
ταφόπο(υποκορ.) τάφος
τοιτους/τις
χ̌ερόποχεράκι
χτίσον(προστ.) χτίσε, φτιάξε
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όποψυχούλα
Το Μπέλες/Ο γέρον κι η γραία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost