.
.
Καλώς έρθετεν αδέλφι͜α

Ο γελαστέας

Ο γελαστέας
fullscreen
Που ’κι γελά ο άγουρον
θα έχ̌’ αναποδίας
Σο γελαστέαν άνοιξον
άφοβα την καρδία σ’

Σον άγουρον που ’κι χορεύ’
καμίαν μη κομπούσαι
Τον χορευτέαν¹ ν’ αγαπάς,
χαλάλ’ να παλαλούσαι

Σον πελαλήν τον άγουρον,
πουλί μ’, ποίσον τ’ ινάτι σ’
Τον γελαστέαν ν’ αγκαλιά͜εις,
ξάι μη γιλεύ’ τ’ ομμάτι σ’

Έμπα, πουλόπο μ’, σον χορόν
κι ας σο γολτούκι μ’ κράτ’ με
Χόρεψον, γέλα μετ’ εμέν
κι αν θέλτς ση μάνα σ’ πάμε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγκαλιά͜ειςαγκαλιάζεις
άγουροννέος άνδρας
αναποδίαςαναποδιές
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γελαστέανγελαστός
γιλεύ’φοβάται, διστάζει yılmak
γολτούκιμασχάλη koltuk
έμπα(προστ.) μπες
έχ̌’έχει
θέλτςθέλεις
ινάτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομπούσαιξεγελιέσαι, εξαπατάσαι, μτφ. σαγηνεύεσαι κομβόω
κράτ’κράτα, βάστα, κάνε κράτει (προστ.)
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξάικαθόλου
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
παλαλούσαιτρελαίνεσαι
πελαλήναυτόν που προξενεί μπελάδες, προβληματικό, ενοχλητικό belalı
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόποπουλάκι
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
χορεύ’χορεύω/ει
χόρεψον(προστ.) χόρεψε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγκαλιά͜ειςαγκαλιάζεις
άγουροννέος άνδρας
αναποδίαςαναποδιές
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γελαστέανγελαστός
γιλεύ’φοβάται, διστάζει yılmak
γολτούκιμασχάλη koltuk
έμπα(προστ.) μπες
έχ̌’έχει
θέλτςθέλεις
ινάτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομπούσαιξεγελιέσαι, εξαπατάσαι, μτφ. σαγηνεύεσαι κομβόω
κράτ’κράτα, βάστα, κάνε κράτει (προστ.)
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξάικαθόλου
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
παλαλούσαιτρελαίνεσαι
πελαλήναυτόν που προξενεί μπελάδες, προβληματικό, ενοχλητικό belalı
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόποπουλάκι
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
χορεύ’χορεύω/ει
χόρεψον(προστ.) χόρεψε
Ο γελαστέας
Σημειώσεις
¹ αδόκιμος τύπος αντί του ορθού στην ποντιακή «χορευτι͜άνος» ή «χοροντζ̌έας»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost