.
.
Τη ψ̌ης αροθυμίας

Μ’ ανθόγαλαν ετράνυνες

Μ’ ανθόγαλαν ετράνυνες
fullscreen
Σα παρχάρι͜α εγεννέθες
σον καθαρόν αέρα
Αγνόν η καρδι͜ά σ’ και η ψ̌η σ’,
μικρέσσα περιστέρα μ’

Μ’ ανθόγαλαν ετράνυνες
σα παχ̌έα τα εβόρας
Μακρά ας σην κάπνιαν κι ας σο τόζ’
κι ας σα λόγια τη χώρας

Με τοι ρομάνες ’λάσκουσ’νε
απάν’ και σο παρχάρι
Ποίος την καρδία σ’ θα κλέφτ’,
ρωμαίικον παλληκάρι;

Ποντιοπούλι͜α θα γεννάς,
θα είναι ευλοημένα
και με τη χάρην τη Χριστού
θα ζείτε χαρεμένα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
απάν’πάνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
εγεννέθεςγεννήθηκες
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ευλοημέναευλογημένα
κλέφτ’κλέβω/ει
’λάσκουσ’νε(ελάσκουσ’νε) περιφερόσουν, τριγυρνούσες, περιπλανιόσουν ἀλάομαι/ηλάσκω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μικρέσσαμικρή, νεαρή
παρχάριορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παχ̌έαπαχιά
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
τόζ’σκόνη toz
τοιτους/τις
χαρεμέναχαρούμενα
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
απάν’πάνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
εγεννέθεςγεννήθηκες
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ευλοημέναευλογημένα
κλέφτ’κλέβω/ει
’λάσκουσ’νε(ελάσκουσ’νε) περιφερόσουν, τριγυρνούσες, περιπλανιόσουν ἀλάομαι/ηλάσκω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μικρέσσαμικρή, νεαρή
παρχάριορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παχ̌έαπαχιά
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
τόζ’σκόνη toz
τοιτους/τις
χαρεμέναχαρούμενα
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηψυχή
Μ’ ανθόγαλαν ετράνυνες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost