.
.
Αντάμωμαν

Ο χοβαρτάς

Ο χοβαρτάς
fullscreen
Κάποτε έμ’νε χοβαρτάς,
τσ̌ουβάλι͜α τα παράδες
Έτρωγα και -ν- ελάσκουμ’νε
σα ξένα μαχαλάδες

Η τσ̌έπη μ’ γομάτον παράν,
ό,τι εθέλ’να εποίν’να
Όθεν κορτσόπα έμορφα
εγκαλι͜άσκουμ’ και εφίλ’να

Την παράν ξάι ’κ’ εγούευα,
’ποίν’να χοβαρταλούκια
Όλιον τον βίον μ’ έφαγα,
κρίμα σα χαβεσλούκια μ’

Έκιτι, βάχ νεότητα!
Έκιτι σεβνταλούκια!
Σο χ̌έρι μ’ ’κ’ επέμ’νεν παρά,
’ποίκανε με -ν- πουσ̌λούκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γομάτονγεμάτο/η
εγκαλι͜άσκουμ’αγκάλιαζα
εγούευαλυπόμουν, τσιγκουνευόμουν kıymamak
εθέλ’ναήθελα
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
ελάσκουμ’νεπεριφερόμουν, τριγυρνούσα, περιπλανιόμουν ἀλάομαι/ηλάσκω
έμ’νεήμουν
έμορφαόμορφα
επέμ’νεναπόμεινε
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
εφίλ’ναφιλούσα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
νεότητανιότη, νιάτα
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιονόλο, ολόκληρο
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
’ποίκανε(εποίκανε) έκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
’ποίν’να(εποίν’να) έκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
πουσ̌λούκιαατιμίες, εξαπατήσεις, δόλιες/"βρώμικες" ενέργειες pislik
σεβνταλούκιαέρωτες sevdalık
χαβεσλούκιαπόθοι, επιθυμίες, γούστα heveslilik
χοβαρταλούκιαασωτίες, σπατάλες hovardalık
χοβαρτάςάσωτος, σπάταλος, γυναικοθήρας, μοίχος hovarda
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γομάτονγεμάτο/η
εγκαλι͜άσκουμ’αγκάλιαζα
εγούευαλυπόμουν, τσιγκουνευόμουν kıymamak
εθέλ’ναήθελα
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
ελάσκουμ’νεπεριφερόμουν, τριγυρνούσα, περιπλανιόμουν ἀλάομαι/ηλάσκω
έμ’νεήμουν
έμορφαόμορφα
επέμ’νεναπόμεινε
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
εφίλ’ναφιλούσα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
νεότητανιότη, νιάτα
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιονόλο, ολόκληρο
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
’ποίκανε(εποίκανε) έκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
’ποίν’να(εποίν’να) έκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
πουσ̌λούκιαατιμίες, εξαπατήσεις, δόλιες/"βρώμικες" ενέργειες pislik
σεβνταλούκιαέρωτες sevdalık
χαβεσλούκιαπόθοι, επιθυμίες, γούστα heveslilik
χοβαρταλούκιαασωτίες, σπατάλες hovardalık
χοβαρτάςάσωτος, σπάταλος, γυναικοθήρας, μοίχος hovarda
Ο χοβαρτάς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost