.
.
Αγιά Σοφιά Τραπεζούντας

Αραμπατζ̌ής

Αραμπατζ̌ής
fullscreen
Αραμπατζ̌ής αρ’ έμ’νε εγώ
με τ’ άσπρον τ’ αλογόπο μ’
Τα βόλτας ντο εποίν’να εγώ
με το μικρόν τ’ αρνόπο μ’

Όλιον την πόλ’ ελάσκουμ’νες,
την γη και τα χωρία
Την πόλη όλιον ελάσκουμ’νες
την γη και τα χωρία
Τα κιάμι͜α¹ εκράτ’νεν τ’ αρνί μ’
κι εποίν’νεν μασχαρείαν

Όντες εσύρ’να το τοξάρ’
έλεεν τραγωδίας
Με τη λαλίαν το γλυκύν
εκλαίνιζεν καρδίας

Τα ζίπκας εφόρ’να εγώ,
τη ζιπούναν τ’ αρνόπο μ’
Άμον πουλόπα εχ̌αίρουμ’νες
κι ελάλ’νεν τ’ αλογόπο μ’

Αραμπατζ̌ής με το φαϊτόν’,
νασάν, κόσμε, εμέναν!
Αραμπατζ̌ής με το φαϊτόν’,
κόσμε, νασάν εμέναν
Τρώγω, πίνω και χ̌αίρουμαι
εντάμα μετ’ ατέναν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλογόποαλογάκι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραμπατζ̌ήςαραμπατζής, αμαξάς arabacı
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατέναναυτήν
βόλταςβόλτες
γλυκύνγλυκιά/ό
εκλαίνιζενστενοχωρούσε, έκανε κπ να κλάψει
εκράτ’νενκρατούσε
ελάλ’νενέβγαζε λαλιά, καλούσε, αποκαλούσε, προσκαλούσε, οδηγούσε
ελάσκουμ’νεςπεριφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
έλεενέλεγε
έμ’νεήμουν
εντάμαμαζί
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εσύρ’ναέσερνα, τραβούσα, έριχνα
εφόρ’ναφορούσα
εχ̌αίρουμ’νεςχαιρόμασταν
ζίπκαςαντρικές φορεσιές της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
ζιπούνανμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κιάμι͜αγκέμια gem
λαλίανλαλιά, φωνή
μασχαρείαναστείο, αστεϊσμός maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όλιονόλο, ολόκληρο
όντεςόταν
πουλόπαπουλάκια
τοξάρ’δοξάρι
τραγωδίαςτραγούδια
φαϊτόν’άμαξα fayton/phaéton/Φαέθων
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλογόποαλογάκι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραμπατζ̌ήςαραμπατζής, αμαξάς arabacı
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατέναναυτήν
βόλταςβόλτες
γλυκύνγλυκιά/ό
εκλαίνιζενστενοχωρούσε, έκανε κπ να κλάψει
εκράτ’νενκρατούσε
ελάλ’νενέβγαζε λαλιά, καλούσε, αποκαλούσε, προσκαλούσε, οδηγούσε
ελάσκουμ’νεςπεριφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
έλεενέλεγε
έμ’νεήμουν
εντάμαμαζί
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εσύρ’ναέσερνα, τραβούσα, έριχνα
εφόρ’ναφορούσα
εχ̌αίρουμ’νεςχαιρόμασταν
ζίπκαςαντρικές φορεσιές της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
ζιπούνανμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κιάμι͜αγκέμια gem
λαλίανλαλιά, φωνή
μασχαρείαναστείο, αστεϊσμός maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όλιονόλο, ολόκληρο
όντεςόταν
πουλόπαπουλάκια
τοξάρ’δοξάρι
τραγωδίαςτραγούδια
φαϊτόν’άμαξα fayton/phaéton/Φαέθων
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χωρίαχωριά
Αραμπατζ̌ής
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να λέει κιάμι͜ας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost