.
.
Αγιά Σοφιά Τραπεζούντας

Αγιά Σοφιά τ’ εμέτερον

Αγιά Σοφιά τ’ εμέτερον
fullscreen
Αγιά Σοφιά τ’ εμέτερον,
στουλάρ’ σην Τραπεζούνταν
Εκεί αγγέλ’ με τοι Ρωμαίοις
ωρι͜άζ’νε, ’κι κοιμούνταν

Αναμέν’νε τοι Τραντέλλενους,
Ρωμαίικα παλληκάρι͜α
να σ̌κίζ’νε ραχ̌ία, θάλασσας
να φέρ’νε τ’ ανοιγάρι͜α

Σα κάστρα απάν’ των Κομνηνών
να κρού’νε τα καμπάνας
Ρωμαίοι, αγγέλ’ όλ’ χαρεμέν’
ν’ αφτύν’νε τα λαμπάδας

Ο ουρανόν να μαρμαρίζ’
ση μαυροΤραπεζούνταν
κι η θάλασσα να γαλενίζ’,
τα λίβι͜α όλι͜α να σ’κούνταν

Ο ήλιον άφτ’ το αγιοκέρ’,
ο φέγγον τα καντήλας
Η Ρωμανία ξαν ανθίζ’,
’κ’ εχάθαν τα ελπίδας

Τα δάκρα̤ ντο εκχ̌ύανε,
ευχάντας λιτανεία
να λειτουργά και να φωτάζ’
πάντα η Αγια-Σοφία

Τα κεμεντζ̌έδες ν’ αρχινούν
γλυκέα μελωδίας
Συντάραγα με τοι δεσπότ’ς
ποπάδες, ψαλμωδίας

Σ’ Αγια-Σοφιάς τ’ αυλόπορτον,
Χριστέ μ’, ποίσον το θάμαν
Κλωστοί, Ρωμαίοι, ούλ’ τ’ εμετέρ’
να ευτάν’ τη ψ̌ης το τάμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αναμέν’νεπεριμένουν, αναμένουν
ανοιγάρι͜ακλειδιά
απάν’πάνω
άφτ’ανάβω/ει
αφτύν’νεανάβουν
γαλενίζ’γαληνεύει, ηρεμεί
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
δάκρα̤δάκρυα
εκχ̌ύανεεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
ευχάνταςευχές
εχάθανχάθηκαν
θάμανθαύμα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμπάνας(ον.πληθ., τα) καμπάνες
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλωστοίκρυφοχριστιανοί, αυτοί που άλλαξαν (έκλωσαν) την πίστη τους
κοιμούντανκοιμούνται
κρού’νεχτυπούν κρούω
λαμπάδας(ον. πληθ.,τα) λαμπάδες
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαρμαρίζ’ακτινοβολεί, λάμπει
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
ούλ’όλοι
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποπάδεςπαπάδες
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
ΡωμαίοιςΡωμιούς
σ̌κίζ’νεσκίζουν
σ’κούντανσηκώνονται
στουλάρ’στύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
συντάραγαανάμεικτα
τοιτους/τις
φέγγονφεγγάρι
φέρ’νεφέρνουν
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
χαρεμέν’χαρούμενοι
ψ̌ηςψυχής
ωρι͜άζ’νεπροσέχουν, φυλάνε, επιβλέπουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αναμέν’νεπεριμένουν, αναμένουν
ανοιγάρι͜ακλειδιά
απάν’πάνω
άφτ’ανάβω/ει
αφτύν’νεανάβουν
γαλενίζ’γαληνεύει, ηρεμεί
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
δάκρα̤δάκρυα
εκχ̌ύανεεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
ευχάνταςευχές
εχάθανχάθηκαν
θάμανθαύμα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμπάνας(ον.πληθ., τα) καμπάνες
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλωστοίκρυφοχριστιανοί, αυτοί που άλλαξαν (έκλωσαν) την πίστη τους
κοιμούντανκοιμούνται
κρού’νεχτυπούν κρούω
λαμπάδας(ον. πληθ.,τα) λαμπάδες
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαρμαρίζ’ακτινοβολεί, λάμπει
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
ούλ’όλοι
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποπάδεςπαπάδες
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
ΡωμαίοιςΡωμιούς
σ̌κίζ’νεσκίζουν
σ’κούντανσηκώνονται
στουλάρ’στύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
συντάραγαανάμεικτα
τοιτους/τις
φέγγονφεγγάρι
φέρ’νεφέρνουν
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
χαρεμέν’χαρούμενοι
ψ̌ηςψυχής
ωρι͜άζ’νεπροσέχουν, φυλάνε, επιβλέπουν
Αγιά Σοφιά τ’ εμέτερον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost