.
.
Αδέσμευτες ελπίδες

Που τρώει την μαχ̌αιρέαν

Που τρώει την μαχ̌αιρέαν
fullscreen
Μαχ̌αιρέαν που τρώει σην ψ̌ην
και το αίμαν ατ’ στάζει
Αέτσ’ πονεί που αγαπά
και κλαίει κι αναστενάζει

Άμον ντο βασιλεύ’, αρνί μ’,
ήλιος σον ουρανόν -ι
Νασάν, πουλί μ’ / γιαβρί μ’, που βασιλεύ’
σ’ εγκαλιόπον τ’ εσόν -ι

Νασάν εκείνον που φιλεί
ατό τ’ εσόν το στόμαν
Σην μαύρη γην να βάλ’ν’ ατον
θα σκουντουλίζ’ το χώμαν

Για τ’ εσέν τραγωδώ, γιαβρί μ’ / πουλί μ’,
αρ’ άκ’σον την λαλία μ’
Ξαμμένον άμον σίδερον
για τ’ εσέν η καρδία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εσόνδικός/ή/ό σου
λαλίαλαλιά, φωνή
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
νασάνχαρά σε
ξαμμένονπυρωμένο
σκουντουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
τραγωδώτραγουδάω
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εσόνδικός/ή/ό σου
λαλίαλαλιά, φωνή
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
νασάνχαρά σε
ξαμμένονπυρωμένο
σκουντουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
τραγωδώτραγουδάω
ψ̌ηνψυχή
Που τρώει την μαχ̌αιρέαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost