.
.
Αδέσμευτες ελπίδες

Περισ̌άντς

Περισ̌άντς
fullscreen
Περισ̌άν’, ε! περισ̌άν’,
λάσ̌κεσαι σα καφενεία
Τ’ αχούλι σ’ έν’ σο ρακίν
και ’κ’ ευτάς έναν δουλείαν

Περισ̌άν’, ε! περισ̌άν’,
πάντα ψαλαφάς παράν
Το τσιμίδι σ’ ξάι ’κι κόφτ’,
το κιφάλι σ’ έν’ καρσάν’

Περισ̌άν’, ε! περισ̌άν’,
τα μωρόπα σ’ ’κι νουνί͜εις
Πάντα είναι νηστικά,
σοκακόσ̌κυλον γυρί͜εις
Πάντα είναι νηστικά,
άμον αλεπός γυρί͜εις

Περισ̌άν’, ε! περισ̌άν’,
μ’ εθαρρείς ’κι θα γεράς!
Πάντα ’κι θα είσαι νέος
ήντι͜αν θέλτς για να ευτάς

Περισ̌άν’, ε! περισ̌άν’,
το σεΐρι σ’ ’κι τερείς
Ερρούξες και να σ’κούσαι
σα ποδάρι͜α ’κ’ επορείς

Περισ̌άν’, ντό θα κερδί͜εις
με τα παλαλά ντ’ ευτάς;
Το ψ̌όπο σ’ ’κι θα κομπώντς,
κάποτε συ θ’ αποθάντς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλεπόςαλεπού
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάντςπεθάνεις
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γεράςγερνάς
γυρί͜ειςγυρίζεις, γυρνάς
δουλείανδουλειά
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
έν’είναι
επορείςμπορείς
ερρούξεςέπεσες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρσάν’αβαθής σκάφη που έριχναν το γάλα και μάζευαν μετά το καϊμάκι
κερδί͜ειςκερδίζεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κόφτ’κόβει
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μωρόπαμωράκια, παιδάκια
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
παλαλάτρελά, τρέλες
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
ποδάρι͜απόδια
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σεΐριθέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σ’κούσαισηκώνεσαι
τερείςκοιτάς
τσιμίδιεγκέφαλος, νους cimedia
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλεπόςαλεπού
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάντςπεθάνεις
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γεράςγερνάς
γυρί͜ειςγυρίζεις, γυρνάς
δουλείανδουλειά
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
έν’είναι
επορείςμπορείς
ερρούξεςέπεσες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρσάν’αβαθής σκάφη που έριχναν το γάλα και μάζευαν μετά το καϊμάκι
κερδί͜ειςκερδίζεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κόφτ’κόβει
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μωρόπαμωράκια, παιδάκια
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
παλαλάτρελά, τρέλες
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
ποδάρι͜απόδια
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σεΐριθέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σ’κούσαισηκώνεσαι
τερείςκοιτάς
τσιμίδιεγκέφαλος, νους cimedia
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ψ̌όποψυχούλα
Περισ̌άντς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost