.
.
Τα αυθεντικά του Πόντου

Ανάθεμά σε, καρδία μ’

Ανάθεμά σε, καρδία μ’
fullscreen
Ανάθεμά σε, καρδία μ’,
καρδι͜ά μ’, αναθεμά σε!
Αρ’ μετ’ ατό το νούνιγμαν
βερέμ θα φέρτς και χάσαι

Εμένα τρώγ’νε τα ραχ̌ι͜ά,
εσέν τα θαλασσάκρι͜α
’Κι θέλω να ελέπω, αρνί μ’,
τ’ ομμάτια σ’ με τα δάκρυ͜α

Τα δέντρα εκαμακούλωσαν
και πρασινίζ’ ο τόπον
Ελέπ’ -ν- ατα και χ̌αίρεται
το σεβνταλίν το ψ̌όπο μ’
Ελέπ’ -ν- ατα και χ̌αίρεται
το γεραλίν το ψ̌όπο μ’

Άι! με τα τραγωδίας ι-μ’
και με το κεμεντζ̌όπο μ’
Την τρυγονίτσα μ’ έχ’ ατεν
σ’ οσπίτι μ’ εγλεντζ̌όπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατεναυτήν
βερέμη φυματίωση, το χτικιό verem
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
εγλεντζ̌όπονψυχαγωγικό μέσο, μέσο με το οποίο απασχολείται κάποιος ευχάριστα eğlence
εκαμακούλωσανέκλεισαν προς τα μέσα, κυρτώθηκαν, (για τον καιρό) έκλιναν προς το χειρότερο
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπωβλέπω
θαλασσάκρι͜αοι ακροθαλασσιές, τα ακρογιάλια
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νούνιγμανσκέψη
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
τραγωδίαςτραγούδια
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τρώγ’νετρώνε
φέρτςφέρεις, φέρνεις
χάσαιχάνεσαι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατεναυτήν
βερέμη φυματίωση, το χτικιό verem
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
εγλεντζ̌όπονψυχαγωγικό μέσο, μέσο με το οποίο απασχολείται κάποιος ευχάριστα eğlence
εκαμακούλωσανέκλεισαν προς τα μέσα, κυρτώθηκαν, (για τον καιρό) έκλιναν προς το χειρότερο
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπωβλέπω
θαλασσάκρι͜αοι ακροθαλασσιές, τα ακρογιάλια
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νούνιγμανσκέψη
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
τραγωδίαςτραγούδια
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τρώγ’νετρώνε
φέρτςφέρεις, φέρνεις
χάσαιχάνεσαι
ψ̌όποψυχούλα
Ανάθεμά σε, καρδία μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost