.
.
Τ’ αηδόν’ και τ’ αηδονόπον

Οι Γαρσλήδες

Οι Γαρσλήδες
fullscreen
Εχπάστετεν Γαρσλήδες! Πού θα πάτεν;
Αούτα τα χώματα, π’ επότ’σετεν με ιδροκάματα¹ και αίμαν πού θ’ αφήνετε ατα και πάτεν;

♫

Τα καράβι͜α εγομώθαν
προσφυγόπουλα, μάνα,
προσφυγόπουλα
Ας σο Γαρς είν’ τα παιδία,
Ποντιόπουλα

Ας σ’ ομμάτι͜α τουν τα δάκρυ͜α
ξάι ’κι σταματούν, μάνα,
ξάι ’κι σταματούν
Και τα χ̌είλι͜α τουν-ε άλλον
’κι χαμογελούν

Με τα γούλας κρεμαμένα
ψ̌ήα που πονούν, μάνα,
ψ̌ήα που πονούν
Οι Γαρσλήδες την πατρίδαν
κλώσκουν και τερούν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αούτααυτά
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατααυτά
γούλας(ον. πληθ.) λαιμοί, (γεν. εν.) λαιμού gula
εγομώθανγέμισαν
είν’(για πληθ.) είναι
επότ’σετενποτίσατε
εχπάστετεναναχωρήσατε, κινήσατε για
ιδροκάματακόποι με ιδρώτα, ημεροκάματα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
κρεμαμένακρεμασμένα
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
τερούνκοιτούν
τουντους
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αούτααυτά
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατααυτά
γούλας(ον. πληθ.) λαιμοί, (γεν. εν.) λαιμού gula
εγομώθανγέμισαν
είν’(για πληθ.) είναι
επότ’σετενποτίσατε
εχπάστετεναναχωρήσατε, κινήσατε για
ιδροκάματακόποι με ιδρώτα, ημεροκάματα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
κρεμαμένακρεμασμένα
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
τερούνκοιτούν
τουντους
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Οι Γαρσλήδες
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να λέει πιθ. εκ παραδρομής «ιδροκαμάτε»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost