.
.
Τ’ αηδόν’ και τ’ αηδονόπον

Παίξον λύρα

Παίξον λύρα
fullscreen
Σύρον το τοξάρ’ σα ζίλια,
τ’ έμορφα καρδοχτυπούν
Όνειρα¹ κι έναν ’σπιτόπον
μετ’ εκείντς που αγαπούν⇋

Ζιλ, μεσαίον, συγχορδίαν,
το λυρόπο σ’ μουρδουλίζ’
Εμπαίν’ απέσ’ σα καρδίας,
τ’ ομματόπα μουν κλαινίζ’⇋

Το γαπάν’ παίζ’ κι οι μανάδες
μαύρα πάνε και φορούν
Τα παιδία τουν π’ εχάθαν
κι όσο ζούνε θα πονούν⇋

Παίξον, λύρα, και τα τέρτι͜α
ανθρωπίων γαλενίζ’
Έ͜εις καρδίαν, έ͜εις και γλώσσαν,
λύρα μ’, τοι τερτλήδες τσ̌ί͜εις⇋
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανθρωπίωνανθρώπων
απέσ’μέσα
γαλενίζ’γαληνεύει, ηρεμεί
γαπάν’οι βαρύτονες (μπάσες) τονικότητες μουσικού οργάνου, το βαρύτονα κουρδισμένο (μπάσο) όργανο
έ͜ειςέχεις
εκείντςεκείνους
έμορφαόμορφα
εμπαίν’μπαίνει
εχάθανχάθηκαν
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
ζίλιαοι ψιλές τονικότητες ενός μουσικού οργάνου
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κλαινίζ’στενοχωρώ/εί, κάνω/ει κπ να κλάψει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουνμας
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
ομματόπαματάκια
παιδίαπαιδιά
παίζ’παίζω/παίζει
παίξον(προστ.) παίξε
’σπιτόπον(οσπιτόπον) σπιτάκι hospitium<hospes
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτλήδεςβασανισμένοι dertli
τοιτους/τις
τοξάρ’δοξάρι
τουντους
τσ̌ί͜ειςλυπάσαι, συμπονάς σίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανθρωπίωνανθρώπων
απέσ’μέσα
γαλενίζ’γαληνεύει, ηρεμεί
γαπάν’οι βαρύτονες (μπάσες) τονικότητες μουσικού οργάνου, το βαρύτονα κουρδισμένο (μπάσο) όργανο
έ͜ειςέχεις
εκείντςεκείνους
έμορφαόμορφα
εμπαίν’μπαίνει
εχάθανχάθηκαν
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
ζίλιαοι ψιλές τονικότητες ενός μουσικού οργάνου
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κλαινίζ’στενοχωρώ/εί, κάνω/ει κπ να κλάψει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουνμας
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
ομματόπαματάκια
παιδίαπαιδιά
παίζ’παίζω/παίζει
παίξον(προστ.) παίξε
’σπιτόπον(οσπιτόπον) σπιτάκι hospitium<hospes
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτλήδεςβασανισμένοι dertli
τοιτους/τις
τοξάρ’δοξάρι
τουντους
τσ̌ί͜ειςλυπάσαι, συμπονάς σίζω
Παίξον λύρα
Σημειώσεις
¹ Ορθ. χρήση του «ονέρ’τα»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost