.
.
Ύψωμαν

Κάποτε έρ’ται ατσάμωτος

Κάποτε έρ’ται ατσάμωτος
fullscreen
Κάποτε έρ’ται ατσάμωτος,
κάποτε χτενιμέντσα
Μίαν λες έν’ κριματιστέρ’,
μίαν τραελεμέντσα

Εσύ μ’ αΐκον τερπιέν
ντ’ εδώκε σε -ν- ο κύρη σ’
μεσανυχτί’ πώς έραζες
έξ’ ας σο παραθύρι σ’;

Ντό να ’φτάγω τον ανοιχτήν
και όλτς τσοι προφητάδες;
Σην ψ̌η μ’ εξέρω ντο θ’ ανοί͜εις
λογιών - λογιών γεράδες

Άμον ντο κρούεις εσύ σο νου μ’
γίνουμαι κι όλιον κλαίγω
Άκ’σον, πουλί μ’, πώς τραγωδώ
και ντό λογόπα λέγω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειςανοίγεις
ανοιχτήνμάντη, χαρτομάντη
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατσάμωτοςχωρίς πλεξούδες (τσάμι͜α), με λυτά μαλλιά
γεράδεςπληγές, τραύματα yara
γίνουμαιγίνομαι
εδώκεέδωσε
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έραζεςπηδούσες με ορμή ἀράσσω
έρ’ταιέρχεται
κριματιστέρ’αξιολύπητος/η/ο
κρούειςχτυπάς κρούω
λογόπαλογάκια
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μίανμια φορά
όλιονόλο, ολόκληρο
όλτςόλους
τερπιένεκπαίδευση, ανατροφή, καλοί τρόποι terbiye
τραγωδώτραγουδάω
τραελεμέντσαχαϊδεμένη, που την καλοπιάνουν, που της γλυκομιλούν
τσοιτους/τις
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χτενιμέντσαχτενισμένη
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειςανοίγεις
ανοιχτήνμάντη, χαρτομάντη
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατσάμωτοςχωρίς πλεξούδες (τσάμι͜α), με λυτά μαλλιά
γεράδεςπληγές, τραύματα yara
γίνουμαιγίνομαι
εδώκεέδωσε
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έραζεςπηδούσες με ορμή ἀράσσω
έρ’ταιέρχεται
κριματιστέρ’αξιολύπητος/η/ο
κρούειςχτυπάς κρούω
λογόπαλογάκια
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μίανμια φορά
όλιονόλο, ολόκληρο
όλτςόλους
τερπιένεκπαίδευση, ανατροφή, καλοί τρόποι terbiye
τραγωδώτραγουδάω
τραελεμέντσαχαϊδεμένη, που την καλοπιάνουν, που της γλυκομιλούν
τσοιτους/τις
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χτενιμέντσαχτενισμένη
ψ̌ηψυχή
Κάποτε έρ’ται ατσάμωτος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost