.
.
Ύψωμαν

Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’

Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’
fullscreen
Ανάθεμα τ’ εφκιαρόπο σ’
ντο κόφτ’ και το νεφές ι-σ’
Π’ ελέπ’ σε η χώρα ’κι νοΐζ’
πως κρύφτς ατα όλια απέσ’ ι-σ’

Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’·
Τοπλάεψον τέρτι͜α, καημούς
και δος ατα φωτίαν

Όλια εθαρρείς φουρκίζ’νε σε
και πως τελείται η ζήση σ’
Μακρά τρέ͜εις ας σα βάρσανα σ’
κι ατά τρέχ’νε͜ απ’ οπίσ’ ι-σ’

Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’·
Τοπλάεψον τέρτι͜α, καημούς
και δος ατα φωτίαν

Ακούς παλαλωτά να κρούει
τη καρδι͜άς ι-σ’ ο χτύπον
κι όλιον το βράδον πολεμάς
και ’κι κοιμάσαι ύπνον

Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’·
Τοπλάεψον τέρτι͜α, καημούς
και δος ατα φωτίαν

Χάσον τα πάθι͜α σ’ μη νουνί͜εις
’κ’ έχ’νε τελεμονήν
Πάντα ο ήλιον θα εβγαίν’
ας σην ανατολήν

Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’·
Τοπλάεψον τέρτι͜α, καημούς
και δος ατα φωτίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκ’σον(προστ.) άκουσε
απέσ’μέσα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατααυτά
βάρσαναβάσανα
βράδονβράδυ
δι͜αρμενείασυμβουλή, νουθεσία μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δοςδώσε
εβγαίν’βγαίνει
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
έχ’νεέχουνε
ζήσηη ζωή, ο τρόπος ζωής, ο βίος του ανθρώπου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφτ’κόβει
κρούειχτυπάει κρούω
κρύφτςκρύβεις
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
νεφέςαναπνοή nefes
νοΐζ’αντιλαμβάνομαι/εται, καταλαβαίνω/ει, αισθάνομαι/εται
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
οπίσ’πίσω
πάθι͜απάθη
παλαλωτά(ουσ.) τρέλες, (επίρρ.) τρελά
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τελεμονήντελειωμό
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τοπλάεψονμάζεψε, συγκέντρωσε toplamak
τρέ͜ειςτρέχεις
τρέχ’νετρέχουν
φουρκίζ’νεπνίγουν
χάσον(προστ.) άφησε, διώξε
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκ’σον(προστ.) άκουσε
απέσ’μέσα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατααυτά
βάρσαναβάσανα
βράδονβράδυ
δι͜αρμενείασυμβουλή, νουθεσία μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δοςδώσε
εβγαίν’βγαίνει
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
έχ’νεέχουνε
ζήσηη ζωή, ο τρόπος ζωής, ο βίος του ανθρώπου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφτ’κόβει
κρούειχτυπάει κρούω
κρύφτςκρύβεις
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
νεφέςαναπνοή nefes
νοΐζ’αντιλαμβάνομαι/εται, καταλαβαίνω/ει, αισθάνομαι/εται
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
οπίσ’πίσω
πάθι͜απάθη
παλαλωτά(ουσ.) τρέλες, (επίρρ.) τρελά
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τελεμονήντελειωμό
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τοπλάεψονμάζεψε, συγκέντρωσε toplamak
τρέ͜ειςτρέχεις
τρέχ’νετρέχουν
φουρκίζ’νεπνίγουν
χάσον(προστ.) άφησε, διώξε
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Άκ’σον την δι͜αρμενεία μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost