.
.
Ύψωμαν

Εγάπη σ’ ετελέθεν

Εγάπη σ’ ετελέθεν
fullscreen
Με ντου εσ’κώθες κι έφυες,
ας σίναν εφοέθες;
Λάχ̌’ το κρυφόν το θέλεμαν
τη καρδι͜άς ι-σ’ εγρέθες

Άμον καρβών’ ντο καίεται
εγάπη σ’ ετελέθεν
Γιαβάς̌-γιαβάσ̌ι͜α τ’ άψιμον
εβζήεν κι εχωνεύτεν

Όθεν καικά τσ̌ατεύω σε
μουστρώντς κι αγροτερείς με
Πέει με, ντ’ εσέγκες με το νου σ’
κι ευτάς πως ’κ’ εγνωρί͜εις με;

Απόκρυφα θα έρχουμαι 
και κάθουμαι σο γιάνι σ’
να ’λέπω ντ’ άγνα φτιλακίζ’
και συντρομάζ’ τ’ απάν’ ι-σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγροτερείςαγριοκοιτάς
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
άψιμονφωτιά
γιαβάς̌αργά yavaş
γιαβάσ̌ι͜ααργά yavaş
γιάνιπλάι, πλευρό yan
εβζήενέσβησε
εγάπηαγάπη
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
εγρέθεςαγριεύτηκες, καταβλήθηκες από ανεξήγητο φόβο
έρχουμαιέρχομαι
εσέγκεςέβαλες, εισήγαγες
εσ’κώθεςσηκώθηκες
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφοέθεςφοβήθηκες
έφυεςέφυγες
εχωνεύτεν(για μέταλλο) έλιωσε, (για τροφή) χωνεύτηκε, (για εστία φωτιάς) έσβησε και δεν βγάζει φλόγα, απανθρακώθηκε
θέλεμανθέλημα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίεταικαίγεται
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καρβών’κάρβουνο
λάχ̌’είθε, μακάρι, μήπως και (με την ελπίδα να συμβεί)
’λέπω(ελέπω) βλέπω
μουστρώντςσκυθρωπιάζεις, συνοφρυώνεσαι
ντ’ άγνατι περίεργα; τι αλλόκοτα; τι αξιοθαύμαστα;
ντουότι, που, αυτό/ά που
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πέει(προστ.) πες
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
συντρομάζ’τρέμει ολόκληρος/η/ο
τσ̌ατεύωσυναντώ (τυχαία), τυχαίνω çatmak
φτιλακίζ’σπαρταρά, πάλλεται γρήγορα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγροτερείςαγριοκοιτάς
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
άψιμονφωτιά
γιαβάς̌αργά yavaş
γιαβάσ̌ι͜ααργά yavaş
γιάνιπλάι, πλευρό yan
εβζήενέσβησε
εγάπηαγάπη
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
εγρέθεςαγριεύτηκες, καταβλήθηκες από ανεξήγητο φόβο
έρχουμαιέρχομαι
εσέγκεςέβαλες, εισήγαγες
εσ’κώθεςσηκώθηκες
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφοέθεςφοβήθηκες
έφυεςέφυγες
εχωνεύτεν(για μέταλλο) έλιωσε, (για τροφή) χωνεύτηκε, (για εστία φωτιάς) έσβησε και δεν βγάζει φλόγα, απανθρακώθηκε
θέλεμανθέλημα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίεταικαίγεται
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καρβών’κάρβουνο
λάχ̌’είθε, μακάρι, μήπως και (με την ελπίδα να συμβεί)
’λέπω(ελέπω) βλέπω
μουστρώντςσκυθρωπιάζεις, συνοφρυώνεσαι
ντ’ άγνατι περίεργα; τι αλλόκοτα; τι αξιοθαύμαστα;
ντουότι, που, αυτό/ά που
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πέει(προστ.) πες
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
συντρομάζ’τρέμει ολόκληρος/η/ο
τσ̌ατεύωσυναντώ (τυχαία), τυχαίνω çatmak
φτιλακίζ’σπαρταρά, πάλλεται γρήγορα
Εγάπη σ’ ετελέθεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost