.
.
Αγγείου Μνήμες

Εποίκες ντο θ’ εποίν’νες με

Εποίκες ντο θ’ εποίν’νες με
fullscreen
Εποίκες ντο θ’ εποίν’νες με,
έκαψες τον καμένον
Εγέλασες με τον καρίπ’,
έγλυσες τον γλυσμένον

Τρυγόνα μ’, η σεβτά τ’ εσόν
θα σ’κών’ και σύρ’ και χάν’ με
Έρθεν ο Θεόν εμέρωσεν
και ύπνος ’κι πιάν’ με

Ντ’ εθέλ’νες, πουλί μ’, κι έφευες;
’ρωτώ σε, για τ’ όποιον
Κι επέμ’νεν το καρδόπο μου
κουσνόν μέρος και κρύον

Ατσ̌ά πού είσαι, ντο ευτάς,
πού κέσ’ καταματούσαι;
Πού κέσ’ αραεύ’ς κιμιάν
άντζ̌ακ για να λαρούσαι;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άντζ̌ακμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
για τ’ όποιονγια ποιό λόγο;
γλυσμένονσυνθλιμμένο, λιωμένο
έγλυσεςσυνέθλιψες, έλιωσες
εθέλ’νεςήθελες
εμέρωσενξημέρωσε
επέμ’νεναπόμεινε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εποίν’νεςέκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
έρθενήρθε
εσόνδικός/ή/ό σου
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έφευεςέφευγες
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κουσνόνανήλιο, υγρό, χειμωνιάτικο kış
λαρούσαιγιατρεύεσαι, θεραπεύεσαι
πιάν’πιάνει
σεβτάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σ’κών’σηκώνω/ει
σ’κών’ και σύρ’(εκφ) απορρίπτει, πετάει
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άντζ̌ακμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
για τ’ όποιονγια ποιό λόγο;
γλυσμένονσυνθλιμμένο, λιωμένο
έγλυσεςσυνέθλιψες, έλιωσες
εθέλ’νεςήθελες
εμέρωσενξημέρωσε
επέμ’νεναπόμεινε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εποίν’νεςέκανες, έφτιαχνες ποιέω-ῶ
έρθενήρθε
εσόνδικός/ή/ό σου
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έφευεςέφευγες
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κουσνόνανήλιο, υγρό, χειμωνιάτικο kış
λαρούσαιγιατρεύεσαι, θεραπεύεσαι
πιάν’πιάνει
σεβτάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σ’κών’σηκώνω/ει
σ’κών’ και σύρ’(εκφ) απορρίπτει, πετάει
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
Εποίκες ντο θ’ εποίν’νες με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost