.
.
Αγγείου Μνήμες

Τραπεζί’ καϊτέδες

Τραπεζί’ καϊτέδες
fullscreen
Τρυγόνα μ’, άνοιξης τσ̌ιτσ̌άκ’
και πρωταυγής φυλλόπον,
Σεβντάς βρεχ̌ήν επότ’σες με
κι εφώταξεν το ψ̌όπο μ’

Ήντζαν εκλαίντσεν το πουλί μ’
κι επέρεν τη χαράν ατ’,
τσ’ αε - Κερέκης τ’ άψιμον
να ’κχ̌ύεται απάν’ ατ’

♫

Λόγον να λέγω ’κ’ επορώ,
δάκρυ͜α να κλαίγω ’κ’ έχω
Τα ποδάρι͜α μ’ εγράστανε,
νέ πορπατώ, νέ τρέχω

Όντες θ’ αποχωρίουμες
κι από σιμά σ’ θα φεύω,
το μεκατίρι μ’ θα ’γροικάς
κι αρ’ πόσον γιαραεύω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αποχωρίουμεςαποχωριζόμαστε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άψιμονφωτιά
βρεχ̌ήνβροχή
γιαραεύωχρησιμεύω yaramak
’γροικάςκαταλαβαίνεις
εγράστανεφθάρηκαν, έλιωσαν γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εκλαίντσενστενοχώρησε, έκανε κπ να κλάψει
επέρενπήρε
επορώμπορώ
επότ’σεςπότισες
εφώταξενφώτισε
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ΚερέκηςΚυριακής
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
νέούτε ne
όντεςόταν
ποδάρι͜απόδια
πορπατώπερπατάω
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιτσ̌άκ’λουλούδι çiçek
φεύωφεύγω
φυλλόπονφυλλαράκι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αποχωρίουμεςαποχωριζόμαστε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άψιμονφωτιά
βρεχ̌ήνβροχή
γιαραεύωχρησιμεύω yaramak
’γροικάςκαταλαβαίνεις
εγράστανεφθάρηκαν, έλιωσαν γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εκλαίντσενστενοχώρησε, έκανε κπ να κλάψει
επέρενπήρε
επορώμπορώ
επότ’σεςπότισες
εφώταξενφώτισε
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ΚερέκηςΚυριακής
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
νέούτε ne
όντεςόταν
ποδάρι͜απόδια
πορπατώπερπατάω
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιτσ̌άκ’λουλούδι çiçek
φεύωφεύγω
φυλλόπονφυλλαράκι
ψ̌όποψυχούλα
Τραπεζί’ καϊτέδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost