.
.
Αγγείου Μνήμες

Ήλιε του Καρακαπανί’

Ήλιε του Καρακαπανί’
fullscreen
Ήλιε του Καρακαπανί’,
Ματσούκας μανουσ̌άκιν
’κ’ έμευα να δελι͜άουμαι
σ’ αρ’ αΐκον τουζάκιν

Ντου ’κ’ έρθα απάν’ σο κιντίν
μάξους, πουλί μ’, εγέντον
Ενέμ’να ους να φαίνεται
μικρόν φελίν ο φέγγον

Τα στράτας ι-σ’ εμάκρυναν
και έπεϊ εένταν
Άλλο τα τσ̌αλιμόπα σου
από πουθέν ’κι φαίν’νταν

Άλλο για τ’ εσέν ’κ’ έμαθα,
πού είσαι, ντό ευτάς-ι
Άλλο ’κ’ είδα νέ να μουστρώντς,
νέ να χαμογελάς-ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δελι͜άουμαιπεριπλέκομαι, μπερδεύομαι, σκοντάφτω θηλιάζω<θῆλυς
εγέντονέγινε
εέντανέγιναν
εμάκρυνανξεμάκρυναν
έμευαήλπιζα, προσδοκούσα, ανέμενα ummak
ενέμ’ναανέμενα, περίμενα
έπεϊαρκετές/αρκετοί/αρκετά, ένα μεγάλο ποσοστό, ένας μεγάλος αριθμός epey
έρθαήρθα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιντίναπόγευμα, δείλι ikindi
μανουσ̌άκινμενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
μάξουςεπίτηδες, σκοπίμως mahsus/maḫṣūṣ
μουστρώντςσκυθρωπιάζεις, συνοφρυώνεσαι
νέούτε ne
ντουότι, που, αυτό/ά που
ουςως, μέχρι
πουθένπουθενά
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τουζάκινπαγίδα tuzak
τσ̌αλιμόπα(υποκορ.) επιδέξιες κινήσεις (σε χορό κ.ά.), σκέρτσα, καμώματα çalım + -όπον
φαίν’ντανφαίνονται
φέγγονφεγγάρι
φελίνφέτα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δελι͜άουμαιπεριπλέκομαι, μπερδεύομαι, σκοντάφτω θηλιάζω<θῆλυς
εγέντονέγινε
εέντανέγιναν
εμάκρυνανξεμάκρυναν
έμευαήλπιζα, προσδοκούσα, ανέμενα ummak
ενέμ’ναανέμενα, περίμενα
έπεϊαρκετές/αρκετοί/αρκετά, ένα μεγάλο ποσοστό, ένας μεγάλος αριθμός epey
έρθαήρθα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιντίναπόγευμα, δείλι ikindi
μανουσ̌άκινμενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
μάξουςεπίτηδες, σκοπίμως mahsus/maḫṣūṣ
μουστρώντςσκυθρωπιάζεις, συνοφρυώνεσαι
νέούτε ne
ντουότι, που, αυτό/ά που
ουςως, μέχρι
πουθένπουθενά
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τουζάκινπαγίδα tuzak
τσ̌αλιμόπα(υποκορ.) επιδέξιες κινήσεις (σε χορό κ.ά.), σκέρτσα, καμώματα çalım + -όπον
φαίν’ντανφαίνονται
φέγγονφεγγάρι
φελίνφέτα
Ήλιε του Καρακαπανί’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost