.
.
Πόντος, η δική μου γη

Ομάλ Κερασούντας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ομάλ Κερασούντας
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έρθεν κι η Σαρακοστή
να τρώγ̆ομε κοχλίδα̤
Απάν’ σ’ άσπρα τα χ̌έρα̤ σ’
ιεύ’νε δαχτυλίδα̤

Τα κοκκία, τα τσαβτάρα̤
χαρ’ αβού επλώανε
Άσταν είδα ’τα κι εγώ
τα γόλα̤ μ’ εκόπανε

Kemençe çala çala
Çıktım bir ince dala
İnce dal kırıldı
Kızlar bana sarıldı¹

Το γατίρ’ εκυλίεν,
εκχ̌ύαν τα κορκότα
Ο Τογκάν κλαίει το γατίρ’,
η Τσ̌εκά τα κορκότα

Ση Τσεντεμέ τ’ αγούλα̤
γατίρα̤ με τα ζίλα̤
Αλησαρί ’κ’ έπρεπαν
ατά τα ρεζιλίγα̤

Kemençe çala çala
Çıktım bir ince dala
İnce dal kırıldı
Kızlar bana sarıldı/vuruldu¹
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβού(ιδιωμ. Νικόπολης) αυτόν/ή/ό, έτσι
αγούλα̤μαντριά αρνιών ağıl
απάν’πάνω
άσταναπό τότε που, μόλις, όταν
ατάαυτά
γατίρ’μουλάρι katır
γατίρα̤μουλάρια katır
γόλα̤χέρια kol
δαχτυλίδα̤δαχτυλίδια
εκόπανεκοπήκαν
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
εκχ̌ύανεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
επλώανεαπλώθηκαν
έπρεπανταίριαζαν
έρθενήρθε
ζίλα̤κουδούνια zil
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
κοχλίδα̤σαλιγκάρια
ρεζιλίγα̤ρεζιλίκια rezillik
τρώγ̆ομετρώμε
τσαβτάρα̤σίκαλη çavdar
χ̌έρα̤χέρια
χαρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα, σε σύνθεση με το τουρκ. δεικτικό/επιφων. μόριο ha → h-ar’ → αρ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβού(ιδιωμ. Νικόπολης) αυτόν/ή/ό, έτσι
αγούλα̤μαντριά αρνιών ağıl
απάν’πάνω
άσταναπό τότε που, μόλις, όταν
ατάαυτά
γατίρ’μουλάρι katır
γατίρα̤μουλάρια katır
γόλα̤χέρια kol
δαχτυλίδα̤δαχτυλίδια
εκόπανεκοπήκαν
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
εκχ̌ύανεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
επλώανεαπλώθηκαν
έπρεπανταίριαζαν
έρθενήρθε
ζίλα̤κουδούνια zil
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
κοχλίδα̤σαλιγκάρια
ρεζιλίγα̤ρεζιλίκια rezillik
τρώγ̆ομετρώμε
τσαβτάρα̤σίκαλη çavdar
χ̌έρα̤χέρια
χαρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα, σε σύνθεση με το τουρκ. δεικτικό/επιφων. μόριο ha → h-ar’ → αρ’
Ομάλ Κερασούντας
Σημειώσεις
¹ Παίξε-παίξε κεμεντζέ
Ανέβηκα σ’ ένα λεπτό κλαδί
Το κλαδάκι έσπασε
Κορίτσια με αγκάλιασαν/ερωτεύτηκαν

β’ φωνή: Αλέξανδρος Παρχαρίδης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost