.
.
fullscreen
Καλαντάρτς, καλή χρονίαν
Κόρ’, έλα ας φιλούμε μίαν
Καλαντάρτς και νέον έτος
Κόρ’, θα παίρω σε οφέτος

Κούντουρον κουτσουρεμένος
και κοντουραδοκομμένος
και κοντουραδοκομμένος
σα χ̌ιόνι͜α καπατεμένος

Ο Μάρτ’ς έρ’ται και δι͜αβαίν’
άλλτς παγών’ και άλλτς χουλέν’,
άλλτς παγών’ και άλλτς χουλέν’
και τα ξύλα όλια τελέν’

Απρίλτς τα κρύα όλια φεύ’νε
και τα χ̌ιόνι͜α λιμενεύ’νε
και τα χ̌ιόνι͜α λιμενεύ’νε
και τ’ ολόερα ημερεύ’νε

Έρθεν κι ο Καλομηνάς,
πουλί μ’, σον παρχάρ’ να πας
Σον παρχάρ Καλομηνά
βουτούρτα, μιντζία φά’

Τον Κερασινόν κεράσ̌ι͜α
φά’ και πέσκα απάν’ ση ράχ̌ι͜αν
φά’ και πέσκα απάν’ ση ράχ̌ι͜αν
ξανθοκόκκινα κεράσ̌ι͜α

Χορτοθέρτς καγάν’ σο χ̌έρ’ σ’
έπαρ’ ατόναν που θέλτς
Καγανίζω, κερεντίζω
και τα χωράφι͜α θερίζω

Αύγουστον με το τουκάν’,
τσ̌άρεψον σ’ αλών’ απάν’,
τσ̌άρεψον, πουλί μ’, κι αλώντσον,
τ’ αλών’ τ’ απάν’ αφκά κλώσον

Ο Σταυρίτες ρούζ’ τα φύλλα,
ευτάει νόστιμα σταφύλια
Τα φυλλόπα κιτρινίζ’νε
και ση νηγήν απάν’ ρούζ’νε

Τον Τρυγομηνά μαζεύ’νε
και σ’ αμπάρι͜α τοπλαεύ’νε
και σ’ αμπάρι͜α τοπλαεύ’νε
Χ̌ειμωγκόν τρώγ’ν’ και χορεύ’νε

Ο Αεργίτες έρθεν-έρθεν
και -ν- ο κόσμον εφοέθεν
Ο Αεργίτες φέρ’ τον κρύον
κι όλ’ τοπλαεύ’νε το βίον

Ο Χριστουγεννάρτς πα έρθεν,
ο Χριστόν πα εγεννέθεν
Ο Χριστουγεννάρτς πα έρθεν
και -ν- ο χρόνον ετελέθεν
Ο Χριστουγεννάρτς πα έρθεν
και -ν- ο χρόνον ετελέθεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ΑεργίτεςΝοέμβριος
άλλτςάλλους
αλών’αλώνι
αλώντσον(προστ.) αλώνισε
απάν’πάνω
ΑπρίλτςΑπρίλιος
ατόναναυτόν
Αύγουστονο μήνας Αύγουστος
αφκάκάτω
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βουτούρταβούτυρα
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγεννέθενγεννήθηκε
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρθενήρθε
έρ’ταιέρχεται
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εφοέθενφοβήθηκε
θέλτςθέλεις
καγάν’δρεπάνι
καγανίζωδρεπανίζω, θερίζω
ΚαλαντάρτςΙανουάριος
Καλομηνά(γεν.) Μαΐου, μαγιάτικα, (αιτ.) Μάιο
ΚαλομηνάςΜάιος
καπατεμένοςσκεπασμένος, καλυμμένος, κλεισμένος σε κτ kapatmak
ΚερασινόνΙούνιος
κερεντίζωκόβω χόρτα με την κόσσα գերանդի (gerandi)
κλώσον(προστ.) γύρισε, στρέψε
κοντουραδοκομμένοςαυτός που έχει κοντή (κομμένη) ουρά
ΚούντουρονΦεβρουάριος
λιμενεύ’νεαποκαλύπτονται από τα χιόνια, ελλιμενίζονται
Μάρτ’ςο μήνας Μάρτιος
μίανμια φορά
μιντζίαμυζήθρες
νηγήνγη
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
ολόεραολόγυρα
οφέτοςφέτος
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πέσκα(προστ.) ξάπλωσε
ράχ̌ι͜ανράχη, πλάτη
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
ρούζ’νεπέφτουν
ΣταυρίτεςΣεπτέμβριος
τελέν’(μεταβ.) τελειώνω/ει κτ
τοπλαεύ’νεμαζεύουν, συγκεντρώνουν toplamak
τουκάν’αλωνιστική τυκάνη αποτελούμενη από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα στην κάτω επιφάνεια των οποίων έχουν σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους για να συνθλίβονται και αχυροποιούνται τα στάχυα και να εκοκκίζονται τυκάνη
ΤρυγομηνάΟκτώβριο
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌άρεψονσάρωσε
φά’(προστ.) φάε
φέρ’φέρνω/ει
φεύ’νεφεύγουν
φυλλόπαφυλλαράκια
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χ̌έρ’χέρι
χορεύ’νεχορεύουν
ΧορτοθέρτςΙούλιος
χουλέν’ζεσταίνει, θερμαίνει
Χριστουγεννάρτςο μήνας Δεκέμβριος
χρονίανχρονιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ΑεργίτεςΝοέμβριος
άλλτςάλλους
αλών’αλώνι
αλώντσον(προστ.) αλώνισε
απάν’πάνω
ΑπρίλτςΑπρίλιος
ατόναναυτόν
Αύγουστονο μήνας Αύγουστος
αφκάκάτω
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βουτούρταβούτυρα
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγεννέθενγεννήθηκε
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρθενήρθε
έρ’ταιέρχεται
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εφοέθενφοβήθηκε
θέλτςθέλεις
καγάν’δρεπάνι
καγανίζωδρεπανίζω, θερίζω
ΚαλαντάρτςΙανουάριος
Καλομηνά(γεν.) Μαΐου, μαγιάτικα, (αιτ.) Μάιο
ΚαλομηνάςΜάιος
καπατεμένοςσκεπασμένος, καλυμμένος, κλεισμένος σε κτ kapatmak
ΚερασινόνΙούνιος
κερεντίζωκόβω χόρτα με την κόσσα գերանդի (gerandi)
κλώσον(προστ.) γύρισε, στρέψε
κοντουραδοκομμένοςαυτός που έχει κοντή (κομμένη) ουρά
ΚούντουρονΦεβρουάριος
λιμενεύ’νεαποκαλύπτονται από τα χιόνια, ελλιμενίζονται
Μάρτ’ςο μήνας Μάρτιος
μίανμια φορά
μιντζίαμυζήθρες
νηγήνγη
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
ολόεραολόγυρα
οφέτοςφέτος
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πέσκα(προστ.) ξάπλωσε
ράχ̌ι͜ανράχη, πλάτη
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
ρούζ’νεπέφτουν
ΣταυρίτεςΣεπτέμβριος
τελέν’(μεταβ.) τελειώνω/ει κτ
τοπλαεύ’νεμαζεύουν, συγκεντρώνουν toplamak
τουκάν’αλωνιστική τυκάνη αποτελούμενη από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα στην κάτω επιφάνεια των οποίων έχουν σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους για να συνθλίβονται και αχυροποιούνται τα στάχυα και να εκοκκίζονται τυκάνη
ΤρυγομηνάΟκτώβριο
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌άρεψονσάρωσε
φά’(προστ.) φάε
φέρ’φέρνω/ει
φεύ’νεφεύγουν
φυλλόπαφυλλαράκια
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χ̌έρ’χέρι
χορεύ’νεχορεύουν
ΧορτοθέρτςΙούλιος
χουλέν’ζεσταίνει, θερμαίνει
Χριστουγεννάρτςο μήνας Δεκέμβριος
χρονίανχρονιά
Δώδεκα μήνας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost