.
.
Ηλιοχάραμαν

Μαύρον λυκούδ’

Μαύρον λυκούδ’
fullscreen
Μη κιζτουρεύ’ς με, νε πουτσή,
θα ευρήκ’ς τρανόν πελιάν-ι,
Τ’ οσπίτι σ’ θα κολλίζ’ ατο,
ο κόσμον να χαλάνει

Μαύρον λυκούδ’ θα ’ίνουμαι,
σερπέσ̌κα που γουρνάται
Άγριον κι ανημέρωτον,
Θεόν που ’κι φογ̂άται

Θα κατηβαίνω αποβραδής
κι εμπαίνω σο χωρίο σ’
Ολόεν θα γριλεύ’ ατο
να μη απομέν’ ξάι βίος

Για άκ’σον το τανίσ̌εμα μ’
κι άφ’ς με σην ησυχία μ’
να ζω με τα τερτόπα μου
και την τυρι͜αννισία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκ’σον(προστ.) άκουσε
ανημέρωτονμη εξημερωμένο
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
απομέν’απομένει
άφ’ς(προστ.) άφησε
βίοςτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γουρνάταιουρλιάζει
γριλεύ’κατακλαδεύω/ει, κατακόβω/ει και ρημάζω, καταστρέφω/ει
εμπαίνωμπαίνω
ευρήκ’ςβρίσκεις
’ίνουμαιγίνομαι
κατηβαίνωκατεβαίνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιζτουρεύ’ςεκνευρίζεις, θυμώνεις κπ, εξοργίζεις κπ kızdırmak
κολλίζ’κολλάω/ει, δίνω/ει φωτιά, μτφ. καταστρέφω/ει
λυκούδ’(υποκορ.) λύκος
ξάικαθόλου
ολόενολόκληρο/η
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πελιάνβάσανο, σκοτούρα bela
πουτσήκόρη, νέα κοπέλα
σερπέσ̌καελεύθερα, χωρίς συστολή serbestçe<serbest
τανίσ̌εμασυμβουλή danışma
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τυρι͜αννισίατυράννια, ταλαιπωρία
φογ̂άταιφοβάται
χαλάνειχαλνάει/χαλάσει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκ’σον(προστ.) άκουσε
ανημέρωτονμη εξημερωμένο
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
απομέν’απομένει
άφ’ς(προστ.) άφησε
βίοςτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γουρνάταιουρλιάζει
γριλεύ’κατακλαδεύω/ει, κατακόβω/ει και ρημάζω, καταστρέφω/ει
εμπαίνωμπαίνω
ευρήκ’ςβρίσκεις
’ίνουμαιγίνομαι
κατηβαίνωκατεβαίνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιζτουρεύ’ςεκνευρίζεις, θυμώνεις κπ, εξοργίζεις κπ kızdırmak
κολλίζ’κολλάω/ει, δίνω/ει φωτιά, μτφ. καταστρέφω/ει
λυκούδ’(υποκορ.) λύκος
ξάικαθόλου
ολόενολόκληρο/η
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πελιάνβάσανο, σκοτούρα bela
πουτσήκόρη, νέα κοπέλα
σερπέσ̌καελεύθερα, χωρίς συστολή serbestçe<serbest
τανίσ̌εμασυμβουλή danışma
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τυρι͜αννισίατυράννια, ταλαιπωρία
φογ̂άταιφοβάται
χαλάνειχαλνάει/χαλάσει
Μαύρον λυκούδ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost