.
.
Ηλιοχάραμαν

Κόκκινον έν’ το φιστανόπο σου

Κόκκινον έν’ το φιστανόπο σου
fullscreen
Κόκκινον έν’ το φιστανόπο σου,
γερανέον η φοτά σ’,
εσύ, τ’ εμόν συνορτάσ̌’!
Ας σα καν’νάν, πουλί μ’, μ’ εντρέπεσαι,
ποίσον όπως εγροικάς
και καν’νάν πα μ’ ερωτάς

Έλα, πουλί μ’, σ’ εμέτερα,
τ’ οσπίτι σ’ γιαν-γιανά έν’
Εγώ καταθαρρούμαι σε,
ατό σ’ εσέν κολάι έν’!

Έλα σ’ εμέτερα ας σου βραδύν’,
σαν κοιμούνταν όλ’ πιρτέν
Λαχουσ̌ή πουθέν μ’ εβγαίν’!
Τέρεν, χαπέρ’ καν’νάν μη δί’ομε
και λέγ’νε σε σαλετέν,
Νύχτα φεύ’ και μέρα εμπαίν’

Έλα, πουλί μ’, σ’ εμέτερα,
τ’ οσπίτι σ’ γιαν-γιανά έν’
Εγώ καταθαρρούμαι σε,
ατό σ’ εσέν κολάι έν’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
βραδύν’βραδιάζει
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γιαν-γιανάπλάι-πλάι, ο ένας δίπλα στον άλλον yan yana
δί’ομεδίνουμε
εβγαίν’βγαίνει
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
εντρέπεσαιντρέπεσαι
ερωτάςρωτάς
καν’νάνκανέναν
καταθαρρούμαιεμπιστεύομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου
κοιμούντανκοιμούνται
κολάιευκολία, άνεση, ευχέρεια kolay
λαχουσ̌ήψίθυρος, σιγανή ομιλία
λέγ’νελένε
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιρτένμονομιάς birden
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουθένπουθενά
σαλετέναδέσποτο/η
συνορτάσ̌’όμορος/ο/η, γειτονικός/ό/ή
τέρεν(προστ.) κοίταξε
φεύ’φεύγει
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
βραδύν’βραδιάζει
γερανέονκυανό, γαλάζιο
γιαν-γιανάπλάι-πλάι, ο ένας δίπλα στον άλλον yan yana
δί’ομεδίνουμε
εβγαίν’βγαίνει
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
εντρέπεσαιντρέπεσαι
ερωτάςρωτάς
καν’νάνκανέναν
καταθαρρούμαιεμπιστεύομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου
κοιμούντανκοιμούνται
κολάιευκολία, άνεση, ευχέρεια kolay
λαχουσ̌ήψίθυρος, σιγανή ομιλία
λέγ’νελένε
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιρτένμονομιάς birden
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουθένπουθενά
σαλετέναδέσποτο/η
συνορτάσ̌’όμορος/ο/η, γειτονικός/ό/ή
τέρεν(προστ.) κοίταξε
φεύ’φεύγει
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
Κόκκινον έν’ το φιστανόπο σου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost