.
.
Είχα φτερά κι επέτανα

Άδικα λόγια απ’ εσέν

Άδικα λόγια απ’ εσέν
fullscreen
Έρθα, πουλί μ’, ση μαχαλά σ’
για να μαθάνω εγώ νέα [νέι]
Μ’ έναν στόμαν όλ’ για τ’ εσέν
είπαν λόγια, πουλί μ’, βαρέα [νέι]

Ας σα ξένα τα στόματα
ακούω, πουλί μ’, για τ’ εμένα [νέι]
Αΐκα λόγια απ’ εσέν
καμίαν, εγώ, ’κ’ επερ’μένα

Το χωρίο σ’ ενέσπαλα,
τη μαχαλά σ’, εγώ, ’κι αγγεύω [νέι]
Και μετ’ εσέν ντο έσυρα,
εγώ, πουλί μ’, θ’ απιδι͜αβαίνω [νέι]

Πού είσαι, πού κέσ’ λάσ̌κεσαι;
και με τίναν, εσύ, κοιμάσαι; [νέι]
Τ’ αμαρτίας ι-σ’ είν’ πολλά,
Θεόν, εσύ, πώς ’κι φοάσαι; [νέι]

Τ’ οσπίτι σ’ επεβρότ’σες α’
π’ ελέπ’ κανείς εσέν ’κι θέλ’ -τ- σε! [νέι]
Αδά κι ακεί σαλαχανεύ’ς,
εσέν ποίος, πουλί μ’, θα παίρ’ -τ- σε; [νέι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αγγεύωπροσεγγίζω, αναφέρω
αδάεδώ
αΐκατέτοια/ες
ακείεκεί
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
είν’(για πληθ.) είναι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ενέσπαλαξέχασα
επεβρότ’σεςμόλυνες, ρύπανες
επερ’μέναπερίμενα
έρθαήρθα
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαθάνωμαθαίνω
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παίρ’παίρνω/ει
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαλαχανεύ’ςείσαι αργόσχολος/η, τεμπελιάζεις, αλητεύεις τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
τίνανποιον/α
φοάσαιφοβάσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αγγεύωπροσεγγίζω, αναφέρω
αδάεδώ
αΐκατέτοια/ες
ακείεκεί
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
είν’(για πληθ.) είναι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ενέσπαλαξέχασα
επεβρότ’σεςμόλυνες, ρύπανες
επερ’μέναπερίμενα
έρθαήρθα
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαθάνωμαθαίνω
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παίρ’παίρνω/ει
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαλαχανεύ’ςείσαι αργόσχολος/η, τεμπελιάζεις, αλητεύεις τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
τίνανποιον/α
φοάσαιφοβάσαι
Άδικα λόγια απ’ εσέν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost