.
.
Ση γερά μ’, γεράν ένοιξες

Σην Τσιμεράν μερέαν

Σην Τσιμεράν μερέαν
fullscreen
Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν
σην Τσιμεράν μερέαν
Επέρεν το σπαλερόπο σ’
από ’πάν’ ’ς ση λινέαν

Ατό τ’ ομματοτέρεμα σ’,
ατά τ’ εσά τ’ ομμάτι͜α
Εποίκαν το καρδόπο μου
παρτσ̌άδες και κομμάτι͜α

Και μετ’ εσέν νασάν που πάει
και σο μακρύν τη στράτα
Τ’ οπίσ’ άλλο ’κι αναστορεί,
τα τέρτι͜α τ’ ούλια χάν’νταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναστορείθυμάται, αναπολεί
ατάαυτά
επέρενπήρε
εποίκανέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
εσάδικά σου/σας
εφύσεσενφύσηξε
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λινέανσχοινί ή ξύλο μακρύ πάνω στο οποίο απλώνουν τα ρούχα linea=γραμμή
μερέανμεριά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
οπίσ’πίσω
ούλιαόλα
’πάν’(απάν’) πάνω
παρτσ̌άδεςκομμάτια parça/pārçe
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
’ς(ας) από
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναστορείθυμάται, αναπολεί
ατάαυτά
επέρενπήρε
εποίκανέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
εσάδικά σου/σας
εφύσεσενφύσηξε
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λινέανσχοινί ή ξύλο μακρύ πάνω στο οποίο απλώνουν τα ρούχα linea=γραμμή
μερέανμεριά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
οπίσ’πίσω
ούλιαόλα
’πάν’(απάν’) πάνω
παρτσ̌άδεςκομμάτια parça/pārçe
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
’ς(ας) από
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
Σην Τσιμεράν μερέαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost