.
.
Ο άνθρωπον τον άνθρωπον φοάται

Όλ’ αγαπούν τα συγγενά

Όλ’ αγαπούν τα συγγενά
fullscreen
Λέγ’νε με «Κατί πίντς ρακίν;»
ντο ’κ’ επορώ να πίνω
Λέγ’νε με «Άσ’ τη νουσ̌αλού σ’!»
ντο ’κ’ επορώ ν’ αφήνω

Όλ’ αγαπούν τα συγγενά,
εγώ αγαπώ τα ξένα
Είδα ’τεν και κάτ’ έπαθα,
μάνα, ν’ αηλί εμένα!

Είδα σε, πουλί μ’, σον χορόν
κοκκινοφορεμέντσα
Έκαψες το καρδόπο μου,
νε σ̌κύλ’ αφορισμέντσα!

Πουλί μ’, τα μαύρα μη φορείς
κι εθαρρούν είσαι χ̌έρα
Ατά εσέν ’κ’ ιεύ’νε σε -ν,
φόρ’ τα άσπρα και γέλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άσ’(προστ.) άσε, άφησε
ατάαυτά
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
εθαρρούνθαρρούν, νομίζουν, υποθέτουν
επορώμπορώ
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κατίγιατί δεν
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουσ̌αλούαρραβωνιαστικιά/ό, σημαδεμένη/ο nişanlı<nişān
όλ’όλοι/α
πίντςπίνεις
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
’τεναυτήν
φόρ’(προστ.) φόρεσε
φορείςφοράς
χ̌έραχήρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άσ’(προστ.) άσε, άφησε
ατάαυτά
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
εθαρρούνθαρρούν, νομίζουν, υποθέτουν
επορώμπορώ
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κατίγιατί δεν
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουσ̌αλούαρραβωνιαστικιά/ό, σημαδεμένη/ο nişanlı<nişān
όλ’όλοι/α
πίντςπίνεις
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
’τεναυτήν
φόρ’(προστ.) φόρεσε
φορείςφοράς
χ̌έραχήρα
Όλ’ αγαπούν τα συγγενά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost