.
.
Ο άνθρωπον τον άνθρωπον φοάται

Ο σ̌κύλον ντο μαθάν’

Ο σ̌κύλον ντο μαθάν’
fullscreen
Κάθε χωρίον και γαρή
εγώ θα στεφανούμαι
και σ’ ότιναν βραδι͜άσκουμαι
θα ρούζω και κοιμούμαι

Τ’ αρνί μ’ εκαραμούτωσεν
κι άλλο ’κι καλατσ̌εύ’ με
Κάτ’ έντον και ’κ’ εγροίκ’σα το
και φοούμαι γιάμ’ φεύ’ με -ν

Κουμπάρα, έρθα να ελέπω σε
πώς είσαι και να φεύω
Κουτσ̌ούρα καλά κάθεσαι
την καβέ σ’ πα ’κι θέλω

Καρσ̌ί κουτσ̌ούρα κάθουμες
άμον ’κι θέλτς να φεύω
Εγροίκ’σα ενεχνεδίασες
εγώ τον καιρό μ’ ’κ’ έχω

Πάντα λες με «Σαλαχανεύ’ς,
ο πετεινόν εκούξεν!»
Εγώ όντες θέλω κλώσκουμαι
και ση γούλα σ’ ’κ’ ερρούξεν

Το σαλαχάνεμαν που έχ̌’,
αρνί μ’, ατός κι χάν’ α̤’
Ο σ̌κύλον, πουλί μ’, ντο μαθάν’
άλλο ’κι απομαθάν’ α̤’

Με το εσ’κώθες κι έφυες
θα λέγ’νε εγώ φταίω
Πασ̌κείμ’ ο πρώτον είμαι εγώ;
Πασ̌κείμ’ κι ο τελευταίον;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α̤’(α̤τό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απομαθάν’ξεμαθαίνω/ει
ατόςαυτός
βραδι͜άσκουμαιβραδιάζομαι, νυχτώνομαι, με βρίσκει η νύχτα πριν προλάβω να φτάσω κάπου ή να κάνω κάτι
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γούλαλαιμός gula
εγροίκ’σακατάλαβα
εκαραμούτωσενσκυθρώπιασε, κατσούφιασε, μαύρισε από θυμό
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελέπωβλέπω
ενεχνεδίασεςανατρίχιασες, αισθάνθηκες ρίγος
έντονέγινε
έρθαήρθα
ερρούξενέπεσε
εσ’κώθεςσηκώθηκες
έφυεςέφυγες
έχ̌’έχει
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καβέκαφές, καφενείο kahve
κάθουμεςκαθόμαστε
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρσ̌ίαπέναντι, αντικρυστά karşı
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουμαιγυρίζω, επιστρέφω
κοιμούμαικοιμάμαι
κουτσ̌ούραανακούρκουδα
λέγ’νελένε
μαθάν’μαθαίνει
όντεςόταν
ότινανόποιον, οποιονδήποτε
παπάλι, επίσης, ακόμα
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σαλαχάνεμαντεμπελιά, αλητεία τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
σαλαχανεύ’ςείσαι αργόσχολος/η, τεμπελιάζεις, αλητεύεις τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
στεφανούμαιστεφανώνομαι
φεύ’φεύγει
φεύωφεύγω
φοούμαιφοβάμαι
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α̤’(α̤τό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απομαθάν’ξεμαθαίνω/ει
ατόςαυτός
βραδι͜άσκουμαιβραδιάζομαι, νυχτώνομαι, με βρίσκει η νύχτα πριν προλάβω να φτάσω κάπου ή να κάνω κάτι
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γούλαλαιμός gula
εγροίκ’σακατάλαβα
εκαραμούτωσενσκυθρώπιασε, κατσούφιασε, μαύρισε από θυμό
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελέπωβλέπω
ενεχνεδίασεςανατρίχιασες, αισθάνθηκες ρίγος
έντονέγινε
έρθαήρθα
ερρούξενέπεσε
εσ’κώθεςσηκώθηκες
έφυεςέφυγες
έχ̌’έχει
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καβέκαφές, καφενείο kahve
κάθουμεςκαθόμαστε
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρσ̌ίαπέναντι, αντικρυστά karşı
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουμαιγυρίζω, επιστρέφω
κοιμούμαικοιμάμαι
κουτσ̌ούραανακούρκουδα
λέγ’νελένε
μαθάν’μαθαίνει
όντεςόταν
ότινανόποιον, οποιονδήποτε
παπάλι, επίσης, ακόμα
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σαλαχάνεμαντεμπελιά, αλητεία τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
σαλαχανεύ’ςείσαι αργόσχολος/η, τεμπελιάζεις, αλητεύεις τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
στεφανούμαιστεφανώνομαι
φεύ’φεύγει
φεύωφεύγω
φοούμαιφοβάμαι
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
Ο σ̌κύλον ντο μαθάν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost