.
.
Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν

Που είν’ οι μερακλήδες

Που είν’ οι μερακλήδες
fullscreen
Ας σην Τραπεζούνταν οι αγούρ’
απ’ έναν κουσούρ’ είχαν
Όντες έτρωγαν κι έπιναν
οσπίτι͜α εθάρρ’ναν ’κ’ είχαν

Ματσουκέτ’, Κρώμ’ και Γεμουρέτ’
Σαντέτ’ και Τσιμερίτε,
το μουχαπέτ’ν ατουν κρατεί
νύχτας και ’κι τελείται

Άμον παστρικομάντιλα
σ’ οσπίτ’ όντες θα πάγ’νε
Η γαρή τσ̌αΐζ’, βλαστημά
κι ατείν’ αφκά ’κι βάλλ’νε

Ατά ’ίνουσαν παλαιά,
όλ’ έσανε κεφλήδες
Και -ν- αρ’ εκείνα τα καιρούς
έσανε μερακλήδες

Ατότε έσαν παλληκάρι͜α,
ατότε έσαν αγούρι͜α
Ατώρα σο δεύτερον ρακίν
ζαρών’νε άμον αγγούρι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγούρ’νέοι άνδρες
αγούρι͜ααγόρια νέα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατείν’αυτοί
ατότετότε
ατουντους
ατώρατώρα
αφκάκάτω
βάλλ’νεβάζουν
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
Γεμουρέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Γέμουρα
εθάρρ’νανθαρρούσαν, νόμιζαν
έσανήταν
έσανεήταν
ζαρών’νεστραβώνουν
’ίνουσανγίνονταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεφλήδεςκεφάτοι keyifli<keyif/keyf
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουσούρ’κουσούρι, ελάττωμα kusur/ḳuṣūr
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
Ματσουκέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Ματσούκα
μουχαπέτ’νκουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όλ’όλοι/α
όντεςόταν
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
Σαντέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Σάντα
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγούρ’νέοι άνδρες
αγούρι͜ααγόρια νέα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατείν’αυτοί
ατότετότε
ατουντους
ατώρατώρα
αφκάκάτω
βάλλ’νεβάζουν
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
Γεμουρέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Γέμουρα
εθάρρ’νανθαρρούσαν, νόμιζαν
έσανήταν
έσανεήταν
ζαρών’νεστραβώνουν
’ίνουσανγίνονταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεφλήδεςκεφάτοι keyifli<keyif/keyf
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουσούρ’κουσούρι, ελάττωμα kusur/ḳuṣūr
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
Ματσουκέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Ματσούκα
μουχαπέτ’νκουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όλ’όλοι/α
όντεςόταν
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
Σαντέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Σάντα
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
Που είν’ οι μερακλήδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost