.
.
Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν

Αρνί μ’, τη μάνα σ’ βλαστημώ

Αρνί μ’, τη μάνα σ’ βλαστημώ
fullscreen
Η αύλι͜α σ’ εχορταρίασεν
κι εκοπρομουμουλώθεν
Εφέκες α’ και -ν- έφυες,
αρνί μ’, εχοχολώθεν

Αρνί μ’, τη μάνα σ’ βλαστημώ
και -ν- αρ’ ατόν τον κύρη σ’
’Κ’ εθέλ’ναν να επαίρ’να σε
και ’ίνουμ’ν’ νοικοκύρης

Έξ’ ας σην αύλι͜α σ’ έστεκα
χ̌ειμωγκονί’ ημέρα
Παπάχ είχα σο κιφάλι μ’,
έτρωγα τον αέρα

Τα στράτας παίρω πορπατώ
άμον πουγαλεμένος
’Κι ξέρω που θ’ εβγάλ’νε με -ν,
είμαι σ̌ασ̌ιρεμένος

Αναθεματισμέν’ είναι
όλ’ σ’ εσόν το χωρίον
Έρθα, κανείς ’κ’ ένοιξε με -ν
Καλανταρί’ με κρύον

Να έμ’ πουλίν κι επέτανα,
αητός να έμ’ κι επέγ’να
Επέγ’να και -ν- εκόνευα
σην αύλι͜αν ντο εθέλ’να
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναθεματισμέν’αναθεματισμένοι
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αύλι͜ααυλή
αύλι͜αναυλή
εβγάλ’νεβγάλουν
εθέλ’ναήθελα
εθέλ’νανήθελαν
εκόνευαεγκαθιστούσα, φώλιαζα, προσγειωνόμουν konmak
εκοπρομουμουλώθενγέμισε σκαθάρια κοπριάς (κοπρομούμουλα) κόπρος + μουμούλ’
έμ’ήμουν
ένοιξεάνοιξε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επαίρ’ναέπαιρνα
επέγ’ναπήγαινα
επέταναπετούσα
έρθαήρθα
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
εχορταρίασενχορταριάσανε
εχοχολώθενγέμισε σκουπίδια (χοχόλια)
’ίνουμ’ν’γινόμουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
όλ’όλοι/α
παίρωπαίρνω
παπάχκάλυμμα κεφαλής με μακριά τρίχα από δέρμα αρνιού ή μαλλί που φοριόταν στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου papak/папа́ха
πορπατώπερπατάω
πουγαλεμένοςσκασμένος, βαριεστημένος, στενοχωρημένος bunalma
σ̌ασ̌ιρεμένοςσαστισμένος, που τα έχει χαμένα şaşırmak
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναθεματισμέν’αναθεματισμένοι
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αύλι͜ααυλή
αύλι͜αναυλή
εβγάλ’νεβγάλουν
εθέλ’ναήθελα
εθέλ’νανήθελαν
εκόνευαεγκαθιστούσα, φώλιαζα, προσγειωνόμουν konmak
εκοπρομουμουλώθενγέμισε σκαθάρια κοπριάς (κοπρομούμουλα) κόπρος + μουμούλ’
έμ’ήμουν
ένοιξεάνοιξε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επαίρ’ναέπαιρνα
επέγ’ναπήγαινα
επέταναπετούσα
έρθαήρθα
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
εχορταρίασενχορταριάσανε
εχοχολώθενγέμισε σκουπίδια (χοχόλια)
’ίνουμ’ν’γινόμουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
όλ’όλοι/α
παίρωπαίρνω
παπάχκάλυμμα κεφαλής με μακριά τρίχα από δέρμα αρνιού ή μαλλί που φοριόταν στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου papak/папа́ха
πορπατώπερπατάω
πουγαλεμένοςσκασμένος, βαριεστημένος, στενοχωρημένος bunalma
σ̌ασ̌ιρεμένοςσαστισμένος, που τα έχει χαμένα şaşırmak
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
Αρνί μ’, τη μάνα σ’ βλαστημώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost