.
.
Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν

Θα απομέντς κοχράκα

Θα απομέντς κοχράκα
fullscreen
Όσα φορείς και αναλλά͜εις
κι εβγαίντς σα μαχαλάδες
Ατείν’ που απαντούνε σε
ευτάς ατ’ς με πελιάδες

Μ’ εθαρρείς πάντα επορείς
να είσαι εσύ νοσσάκα
Τέρεν κάτιναν εύρηκον
μη απομέντς κοχράκα

Εγώ όντες εγάπανα,
εσύ εμέν ’κ’ εθέλ’νες
Εγώ εποίν’να παλαλά,
εσύ σεΐρ’ ετέρ’νες

Εγάπην ατός π’ έχασεν
καμίαν μη αναμένει
Έν’ άμον ποταμόνερον
οπίσ’ ντο ’κι δι͜αβαίνει

Ραχ̌ία ντο ’κ’ έχ’νε νερά
και νερόν τα πεγάδι͜α
Πουλίν εκέσ’ ’κι κελαηδεί,
’κι βόσκουνταν κοπάδι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
απαντούνεσυναντούν
απομέντςαπομένεις
ατείν’αυτοί
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
δι͜αβαίνει(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
εβγαίντςβγαίνεις
εγάπανααγαπούσα
εγάπηναγάπη
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
εθέλ’νεςήθελες
εκέσ’εκεί
έν’είναι
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
επορείςμπορείς
ετέρ’νεςκοιτούσες
εύρηκον(προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχασενέχασε, έδιωξε, πέταξε κτ
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κάτινανκάποιον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοχράκα(θηλ.) κοράκι, μτφ. σε κατάρα η μαυροφορεμένη, η χήρα
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
νοσσάκανεαρή όρνιθα που δεν έχει γεννήσει ακόμα
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
όσαόσες φορές
παλαλάτρελά, τρέλες
πεγάδι͜αβρύσες
πελιάδεςβάσανα, σκοτούρες bela
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
τέρεν(προστ.) κοίταξε
φορείςφοράς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
απαντούνεσυναντούν
απομέντςαπομένεις
ατείν’αυτοί
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
δι͜αβαίνει(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
εβγαίντςβγαίνεις
εγάπανααγαπούσα
εγάπηναγάπη
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
εθέλ’νεςήθελες
εκέσ’εκεί
έν’είναι
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
επορείςμπορείς
ετέρ’νεςκοιτούσες
εύρηκον(προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχασενέχασε, έδιωξε, πέταξε κτ
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κάτινανκάποιον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοχράκα(θηλ.) κοράκι, μτφ. σε κατάρα η μαυροφορεμένη, η χήρα
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
νοσσάκανεαρή όρνιθα που δεν έχει γεννήσει ακόμα
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
όσαόσες φορές
παλαλάτρελά, τρέλες
πεγάδι͜αβρύσες
πελιάδεςβάσανα, σκοτούρες bela
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
τέρεν(προστ.) κοίταξε
φορείςφοράς
Θα απομέντς κοχράκα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost