.
.
Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν

Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν

Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν
fullscreen
Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν,
ο Θεόν πα ’κι θέλ’ μας [γιαρ/γιαρ-γιαρ]
Πασ̌τάν ενέσπαλαμ’ Ατον
και ούλτς θα πακλαεύ’ μας [νέι]

Ν’ αηλί εμέν και βάι εμέν,
ν’ αηλί εμέν ατώρα [γιαρ/γιαρ-γιαρ]
Πώς έρθεν και -ν- εκόνεψεν
και τη θανάτ’ η ώρα; [γιαρ/γιαρ-γιαρ]

’Κι φοούμαι τον θάνατον,
’κι τσ̌ούζω ντ’ αποθάνω [γιαρ/γιαρ-γιαρ]
Εγώ νουνίζω, πουλόπο μ’,
αρ’ εσέν ντο θα χάνω [γιαρ]

Αν ’ποθάνω, λελεύω σας,
εμέν βαθέα θάψτεν [γιαρ]
Κι όντες κρούω σο νουν εσουν
έναν κερόπον άψτεν [γιαρ]

Ο ήλιον τ’ εμόν το ταφίν
μη κρούει ατο από ώρας [γιαρ/γιαρ-γιαρ]
Βάλτεν παχ̌έα δεντρόπα
να ’φτάγ’νε με -ν- εβόρας [γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανθρώπ’άνθρωποι
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
άψτεν(προστ.) ανάψτε
βαθέαβαθιά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δεντρόπαδεντράκια
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
εγουτούρεψανλύσσαξαν, έκαναν αταξίες, ξεσάλωσαν kudurmak
εκόνεψενεγκαταστάθηκε, φώλιασε, προσγειώθηκε konmak
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ενέσπαλαμ’ξεχάσαμε
έρθενήρθε
εσουνσας
θανάτ’θανάτου
θάνατονθάνατος
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
κρούωχτυπώ
λελεύωχαίρομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουνίζωσκέφτομαι
όντεςόταν
ούλτςόλους
παπάλι, επίσης, ακόμα
πακλαεύ’εκκαθαρίζω/ει, ξεφορτώνομαι/εται μτφ. εξαφανίζω/ει, αφανίζω/ει paklamak
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
παχ̌έαπαχιά
πουλόποπουλάκι
ταφίντάφος
τσ̌ούζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
φοούμαιφοβάμαι
’φτάγ’νε(ευτάγ'νε) κάνουνε, φτιάχνουνε εὐθειάζω
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανθρώπ’άνθρωποι
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
άψτεν(προστ.) ανάψτε
βαθέαβαθιά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δεντρόπαδεντράκια
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
εγουτούρεψανλύσσαξαν, έκαναν αταξίες, ξεσάλωσαν kudurmak
εκόνεψενεγκαταστάθηκε, φώλιασε, προσγειώθηκε konmak
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ενέσπαλαμ’ξεχάσαμε
έρθενήρθε
εσουνσας
θανάτ’θανάτου
θάνατονθάνατος
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
κρούωχτυπώ
λελεύωχαίρομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουνίζωσκέφτομαι
όντεςόταν
ούλτςόλους
παπάλι, επίσης, ακόμα
πακλαεύ’εκκαθαρίζω/ει, ξεφορτώνομαι/εται μτφ. εξαφανίζω/ει, αφανίζω/ει paklamak
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
παχ̌έαπαχιά
πουλόποπουλάκι
ταφίντάφος
τσ̌ούζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
φοούμαιφοβάμαι
’φτάγ’νε(ευτάγ'νε) κάνουνε, φτιάχνουνε εὐθειάζω
ώραςώρες
Οι ανθρώπ’ εγουτούρεψαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost