.
.
Θα φεύομε ένας-ένας

Έφαες και το βίο μ’

Έφαες και το βίο μ’
fullscreen
Για τ’ εσέν, σ̌κυλοκούταβον,
το βίο μ’ θα πουλώ -ι [νέι]
Εμάτσες με -ν- το σεβνταλούκ’
να στέκω ’κ’ επορώ -ι [νέι]

Ση γούλα μ’ ετυλίουσ’νε,
εσύ, άμον αβδέλλα [γιαρ]
Το τσ̌ιζντάνι μ’ ευκαίρωσες,
εποίκες με ταντέλα [νέι]

Το τσ̌ιζντάνι μ’ ευκαίρωσες,
έφαες και το βίο μ’ [νέι]
Ατώρα, σ̌κυλοκούταβον,
εσύ λες με «οφύγον» [νέι]

Άλλον έμαθα αγαπάς
κι όλον αλλού κέσ’ πας -ι [νέι]
Ας σον Θεόν να ευρήκ’ς ατο
εσύ εμέν ντ’ ευτάς -ι [νέι]

Άμον ζεμι͜άρ’κον βίος έν’
κι ο νους ατ’ς σα ζεμίας [νέι]
Σα χ̌έρι͜α τ’ ατεινές μη ρού͜εις,
θα τυρι͜αννί͜εις τα ψ̌ήα σ’ [νέι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβδέλλαβδέλλα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατεινέςαυτηνής
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βίοςτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γούλαλαιμός gula
εμάτσεςέμαθες, δίδαξες μαθίζω
έν’είναι
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
ετυλίουσ’νετυλιγόσουν
ευκαίρωσεςάδειασες
ευρήκ’ςβρίσκεις
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έφαεςέφαγες
ζεμι͜άρ’κονζημιάρικο/ζημιάρα
ζεμίαςζημιές
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
οφύγον(προστ.) φύγε
ρού͜ειςπέφτεις, ρίχνεις κτ κάτω
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
ταντέλαδαντέλα dentelle<dentem
τσ̌ιζντάνιπορτοφόλι cüzdan (αραβ. cuzʾ + περσ. -dān)
τυρι͜αννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβδέλλαβδέλλα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατεινέςαυτηνής
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βίοςτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γούλαλαιμός gula
εμάτσεςέμαθες, δίδαξες μαθίζω
έν’είναι
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
ετυλίουσ’νετυλιγόσουν
ευκαίρωσεςάδειασες
ευρήκ’ςβρίσκεις
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έφαεςέφαγες
ζεμι͜άρ’κονζημιάρικο/ζημιάρα
ζεμίαςζημιές
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
οφύγον(προστ.) φύγε
ρού͜ειςπέφτεις, ρίχνεις κτ κάτω
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
ταντέλαδαντέλα dentelle<dentem
τσ̌ιζντάνιπορτοφόλι cüzdan (αραβ. cuzʾ + περσ. -dān)
τυρι͜αννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Έφαες και το βίο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost