.
.
fullscreen
Έναν ημέρα τη Φωτός
επήγαμε ση Πιστόφ’
Είπανε με «Φά’ και πία!
Έχομε πολλά ρακία!»

Αρ’ εκαικά πόσον έπα
και εσ’κώθα και ευχέθα
Είπα «Θείο! Τον υιό σ’
να χαρί͜ει σε -ν- ο Θεός»

«Ντό λες», είπε με «καημένε;
Τραγωδείς, τσ̌ουλντουρεμένε!
Έπες ρακίν πουλουλέας
κι εκατόν πενήντα τσ̌άϊα»

«Έβγαλ’, δος μα τα παράδες!
Θα τσακώνω τα ποδάρι͜α σ’»
«Θείο, πάω σο χωρίον
το παρόπο σ’ απ’ ολίον
κάτ’ ευτάγω κι όλο στείλω»

«Ντό λες» είπε «νε καημένε;
Τραγωδείς, τσ̌ουλντουρεμένε!
Έβγαλ’ δος μα τα παράδες,
θα τσακώνω το κιφάλι σ’»

Εράεψα σο τσ̌επόπο μ’,
εύρα έναν καπικόπον
Έπλωσα ’τον την παράν
μετ’ έναν τρανόν χαράν

«Ντό έν’ ατο, νε καημένε;
Τραγωδείς, τσ̌ουλντουρεμένε!»
Μ’ ένα λάχταν κι έναν μούσταν
ας σην πόρταν έξ’ ερρούξα

Σο κιφάλ’ απάν’ εντώκα,
σο κιφάλ’ απάν’ ερρούξα
Το κιφάλι μ’ εταράεν,
ὰμα εκείνος πα εχπαράεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ὰμααλλά ama/ammā
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έπαήπια
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εράεψαέψαξα, γύρεψα, αναζήτησα aramak
ερρούξαέπεσα
εσ’κώθασηκώθηκα
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ευχέθαευχήθηκα
έχομεέχουμε
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
καπικόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
κιφάλ’κεφάλι
κιφάλικεφάλι
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μούστανγροθιά muşta/muşte
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρόπο(υποκορ.) λεφτά, το χρήμα para/pāre
πία(προστ.) πιες
ποδάρι͜απόδια
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
’τοναυτόν
τραγωδείςτραγουδάς
τσακώνωσπάζω, θραύω, τσακίζω
τσ̌επόποτσεπούλα cep/ceyb
τσ̌ουλντουρεμένετρελαμένε çıldırmış
φά’(προστ.) φάε
χαρί͜ειχαρίζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ὰμααλλά ama/ammā
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έπαήπια
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εράεψαέψαξα, γύρεψα, αναζήτησα aramak
ερρούξαέπεσα
εσ’κώθασηκώθηκα
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ευχέθαευχήθηκα
έχομεέχουμε
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
καπικόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
κιφάλ’κεφάλι
κιφάλικεφάλι
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μούστανγροθιά muşta/muşte
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρόπο(υποκορ.) λεφτά, το χρήμα para/pāre
πία(προστ.) πιες
ποδάρι͜απόδια
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
’τοναυτόν
τραγωδείςτραγουδάς
τσακώνωσπάζω, θραύω, τσακίζω
τσ̌επόποτσεπούλα cep/ceyb
τσ̌ουλντουρεμένετρελαμένε çıldırmış
φά’(προστ.) φάε
χαρί͜ειχαρίζει
Σατυρικόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost