.
.
Τραπεζούντα Νο2

Γουρπάν’ σα κρινοδάχτυλα σ’

Γουρπάν’ σα κρινοδάχτυλα σ’
fullscreen
Γουρπάν’ σα κρινοδάχτυλα σ’
όντες κρατούν σο χ̌έρι μ’
Άγγελος γίνουμαι, πετώ,
χ̌ι͜ονι͜άτ’κον περιστέριν

Όντες δι͜αβαίντς από σιμά μ’,
να ρού͜εις, να ματούσαι
Ν’ ανοίγω τ’ εγκαλιόπο μου,
εκεί απέσ’ να λιγούσαι

Αφκά σο σπαρελόπο σου
είν’ δυο περιστέρι͜α
Άφ’ς με ας λαλαχ̌εύ’ ατα
και μετ’ εμά τα χ̌έρι͜α

Πουλί μ’, απέσ’ σ’ αυλόπο σου
ας έμ’νε χορταρόπον
Εδέβαινες κι οξ̌άευα
τ’ εσόν το ποδαρόπον

Τρυγόνα μ’, όνταν λούσ̌κεσαι
ας είμαι το πεσ̌κίρι σ’
Τιδέν σο πόι σ’, σο γναφί σ’
ασπόγγιγον μ’ αφήνεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
ασπόγγιγονασκούπιστο
ατααυτά
αυλόπο(υποκορ.) αυλή
αφκάκάτω
άφ’ς(προστ.) άφησε
γίνουμαιγίνομαι
γναφίπρόσωπο
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είν’(για πληθ.) είναι
εμάδικά μου
έμ’νεήμουν
εσόνδικός/ή/ό σου
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
λαλαχ̌εύ’χαϊδεύω/ει, ανατρέφω/ει με χάδια
λιγούσαιεπιθυμείς κτ σφοδρά, χάνεις τις αισθήσεις σου, λιποθυμάς
λούσ̌κεσαιλούζεσαι
ματούσαιματώνεις
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντανόταν
όντεςόταν
οξ̌άευαχάιδευα okşamak
πεσ̌κίριπροσόψιο, πετσέτα peşkir/pīşgīr
ποδαρόπονποδαράκι
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ρού͜ειςπέφτεις, ρίχνεις κτ κάτω
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τιδέντίποτα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χ̌ι͜ονι͜άτ’κονκατάλευκο σαν χιόνι
χορταρόπονχορταράκι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
ασπόγγιγονασκούπιστο
ατααυτά
αυλόπο(υποκορ.) αυλή
αφκάκάτω
άφ’ς(προστ.) άφησε
γίνουμαιγίνομαι
γναφίπρόσωπο
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είν’(για πληθ.) είναι
εμάδικά μου
έμ’νεήμουν
εσόνδικός/ή/ό σου
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
λαλαχ̌εύ’χαϊδεύω/ει, ανατρέφω/ει με χάδια
λιγούσαιεπιθυμείς κτ σφοδρά, χάνεις τις αισθήσεις σου, λιποθυμάς
λούσ̌κεσαιλούζεσαι
ματούσαιματώνεις
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντανόταν
όντεςόταν
οξ̌άευαχάιδευα okşamak
πεσ̌κίριπροσόψιο, πετσέτα peşkir/pīşgīr
ποδαρόπονποδαράκι
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ρού͜ειςπέφτεις, ρίχνεις κτ κάτω
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τιδέντίποτα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χ̌ι͜ονι͜άτ’κονκατάλευκο σαν χιόνι
χορταρόπονχορταράκι
Γουρπάν’ σα κρινοδάχτυλα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost