.
.
Ο Πόντος ζει και επιβιώνει

Η Mαμισ̌ίνα

Η Mαμισ̌ίνα
fullscreen
[Ε!] Ας λέγω σας και τη κυρού μ’
αρ’ έναν ιστορίαν
τη μάνα μ’ όντες έκλεψεν
κι εγέντον φασαρίαν

[Ε!] Ανάθεμα σε, Μουχαήλ,
όλ’ για τ’ εσέναν λένε!
Το κιφαλόπο σ’ έσ̌κισεν
η Μαμισ̌ίνα, λένε

[Ε!] Από ’πάν’ κέσ’ πα έρχουτον
και τη Μεμίσ̌’ η κάλη
Τον Μουχαήλ ερώτανεν
«ντό έν’ ατό το χάλι σ’;»

[Ε!] Η Μαμισ̌ίνα επέρεν
έναν τρανόν λιθάρι
Εντώκεν και κατάσ̌κισεν
τη Τσ̌αχούρ’ το κιφάλι

[Ε!] Απάν’ ση στράταν έστεκεν
και μετ’ έναν ραβδίν-ι
Εντώκεν κι εκατήβασεν
τη Θεοδόσ’ τ’ ωμίν-ι

[Ε!] Νέπε γειτόνοι, είδετεν
ντό εποίκεν η γραία;
Εντώκεν κι εταούτεψεν
ολόκληρον παρέαν!

[Ε!] Και -ν- αρ’ ατώρα ο Μεμίς̌
ας πάει σαφλίζ’ κι ας σπάνει
Το θέλημα μ’ εποίκα ’το
και με το παραπάν’-ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
γραίαγριά
εγέντονέγινε
είδετενείδατε
εκατήβασενκατέβασε
έν’είναι
εντώκενχτύπησε
επέρενπήρε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
έρχουτονερχόταν
ερώτανενρωτούσε
εταούτεψενσκόρπισε, διέλυσε dağıtmak
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κιφάλικεφάλι
κιφαλόποκεφαλάκι
κυρούπατέρα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νέπεβρε!
όλ’όλοι/α
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
’πάν’(απάν’) πάνω
σαφλίζ’τρέχουν τα σάλια του
σπάνεισκάει, εκρήγνυται
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
ωμίνώμος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
γραίαγριά
εγέντονέγινε
είδετενείδατε
εκατήβασενκατέβασε
έν’είναι
εντώκενχτύπησε
επέρενπήρε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
έρχουτονερχόταν
ερώτανενρωτούσε
εταούτεψενσκόρπισε, διέλυσε dağıtmak
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κιφάλικεφάλι
κιφαλόποκεφαλάκι
κυρούπατέρα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νέπεβρε!
όλ’όλοι/α
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
’πάν’(απάν’) πάνω
σαφλίζ’τρέχουν τα σάλια του
σπάνεισκάει, εκρήγνυται
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
ωμίνώμος
Η Mαμισ̌ίνα
Σημειώσεις
Το τραγούδι αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό που έλαβε χώρα στην Μικρή Σάντα Ημαθίας (πρ. Τσερκόβιαννη). Η Μαμισ̌ίνα (σύζυγος του Μεμίς̌) ήταν μία γερόντισσα της οποίας η εγγονή «κλέφτηκε» με έναν νέο από το διπλανό χωριό των Γεωργιανών. Όταν όμως η παρέα των νεαρών ανέβηκε στην Μικρή Σάντα να εορτάσει το γεγονός, προκλητικά εντός του χωριού η Μαμισ̌ίνα τους πήρε στο κατόπι με πέτρες και ξύλα καταφέρνοντας όπως εξιστορεί το τραγούδι να τρέψει όλη την παρέα σε φυγή. Ο Τσ̌αχούρτς που αναφέρει το τραγούδι είναι ο παππούς του λυράρη Ματθαίου Τσαχουρίδη.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost