.
.
Τραπεζούντα Νο2

Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’

Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’
fullscreen
Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’,
ερρούξεν και κοιμάται
Έσυρεν το τσ̌ούλ’ σο ποτάμ’,
τιδέν πα ’κι φοβάται

Εσέβεν σ’ εγκαλιόπο μου,
’κρεμάεν ας ση γούλα μ’
Τ’ απάν’ ατ’ς όλιον έκαιεν,
άψιμον έτον, βρούλαν

Ο πρόσωπος αγγελικόν,
τ’ ομματόπα τ’ς φωτάζ’νε
Ας σα χ̌ειλόπα στάζ’ το μέλ’,
φιλώ κι εμέν χορτάζ’νε

Τ’ αρνί μ’ ελιγοθύμεσεν,
σην εγκάλια μ’ ερρούξεν
Αρ’ μη κατηγοράτε͜ ατο,
τσ̌εχέλ’κον έν’, ’κ’ εγροίκ’σεν

Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί κι ατέν,
ν’ αηλί τοι δύ’ς εντάμαν
Τ’ αμαρτίας εμουν πολλά,
’κι σούμες μ’ έναν τάμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
άψιμονφωτιά
βρούλανφλόγα brûler
γούλαλαιμός gula
δύ’ςδύο
εγκάλιααγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγροίκ’σενκατάλαβε
έκαιενέκαιγε
ελιγοθύμεσενλιποθύμησε
εμουνμας
έν’είναι
εντάμανμαζί
επλώθεναπλώθηκε
ερρούξενέπεσε
εσέβενμπήκε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κρεμάεν(εκρεμάεν) κρεμάστηκε
μέλ’μέλι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
ομματόπαματάκια
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
πρόσωποςπρόσωπο
σούμεςσωνόμαστε
τιδέντίποτα
τοιτους/τις
τσ̌αΐρ’λιβάδι çayır
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
τσ̌ούλ’λινάτσα, (συνεκδοχικά) φτηνό ή παλιό στρωσίδι, κουρέλι çul/cūl ή cull
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
χ̌ειλόπαχειλάκια
χορτάζ’νεχορτάζουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
άψιμονφωτιά
βρούλανφλόγα brûler
γούλαλαιμός gula
δύ’ςδύο
εγκάλιααγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγροίκ’σενκατάλαβε
έκαιενέκαιγε
ελιγοθύμεσενλιποθύμησε
εμουνμας
έν’είναι
εντάμανμαζί
επλώθεναπλώθηκε
ερρούξενέπεσε
εσέβενμπήκε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κρεμάεν(εκρεμάεν) κρεμάστηκε
μέλ’μέλι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
ομματόπαματάκια
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
πρόσωποςπρόσωπο
σούμεςσωνόμαστε
τιδέντίποτα
τοιτους/τις
τσ̌αΐρ’λιβάδι çayır
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
τσ̌ούλ’λινάτσα, (συνεκδοχικά) φτηνό ή παλιό στρωσίδι, κουρέλι çul/cūl ή cull
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
χ̌ειλόπαχειλάκια
χορτάζ’νεχορτάζουν
Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost