.
.
Μια βραδιά στο Μίθριο

Η νύφε και η πεθερά

Η νύφε και η πεθερά
fullscreen
Να ’ίνουσουν, να ’ίνουσουν,
να ’ίνουσουν κατακλυσμός
κι εχάσαν οι γραιάδες
Εκείσαν κι εκοιμούσανε
άφογα οι νυφάδες

Είνας νύφε έναν ημέραν
’Μώ τη σ̌κύλ’ τη θαγατέραν!
Ταβίζ’ με την πεθεράν ατ’ς,
ατέ χοβλαεύ’ απάν’ ατ’ς
Η νύφε εξέγκεν το τακούν’ ατ’ς
λέει την πεθεράν ατ’ς «Τσούνα!
Το κιφάλι σ’ άμον τας̌!
Εθαρρείς ’κι θα ψοφάς;»
Επϊάσταν ’ς σα μαλλία,
’μαζεύτεν η γειτονία
Έρθεν ένας γειτονάς
λέ͜ει ατένα̤ν «Ντο ευτάς;»
Λέ͜ει ατεν «’Κ’ εντρέπεσαι;
γιάτι κρού’ς την πεθερά σ’;
Λέει ατον «Εσύ ντο θέλτς;
Το σ̌κυλίν θα γουρταρεύ’ς;»
Λέει η πεθερά τη νύφε:
«Μεσημέρ’ έντον ’κ’ ενίφτες;
Ους το μεσημέρ’ κοιμάσαι
Ας σον Θεό σ’ ’κι φογάσαι;
Εγώ ’φτάω τα δουλείας,
θα τερώ και τα παιδία σ’
Ση κυρού σ’ ’κ’ είχ̌ες νερόν,
αδά θέλτς και παραγιόν!»
«Τσ’ είχ̌εν πεθερά καλέσσα
νά ’χω κι εγώ η τυχερέσσα;
Τα βουτούρτα, τα τυρία
έ͜εις ατα με τα κλειδία!
Λάσ̌κεσαι άμον σουρτούκα,
σ̌κυλάζ’ το βρακί σ’, τσ̌ουλτούκα!
Και η νύφε σ’ η καημέντσα
πάντα μαραγγουλιαμέντσα
Πάντα ευτάει υπομονήν,
τρώει κρομμύδι͜α και ψωμίν
Πεθερά τ’ς χατεύ’ ατεν
«Έξ’ ας σ’ οσπίτ’!» λέει ατεν
Η νύφε σ’κούται πάει
και παράπονα ’κ’ ευτάει
Ξαν, η γούλα τ’ς επιάστεν
για τη μάναν ατ’ς εχπάστεν
Ασ’ εσούμωσεν σ’ οσπίτ’ν ατ’ς
ατέ είδεν την αδερφήν ατ’ς
Αδερφή ατ’ς εγροίκ’σεν α’,
τη μάναν ατ’ς είπεν α’
Είπεν ατ’ς ασ’ εβγών’ οξ̌ωκά,
ερωτά ’τεν πρώτα-πρώτα
«Νέτσ̌η, ντ’ έπαθες και κλαις
και τη μάνα σ’ ’δέν ’κι λες;»
’Σούμωσεν τη μάναν ατ’ς,
εγονάτ’σεν εμπροστά τ’ς
«Μάνα» λέει «ξάι μ’ ερωτάς με!
Ποίσον ταρχανάν να φά͜εις με!
Η πεθερά μ’ έν’ κακέσσα,
πάντα αφήν’ με νηστικέσσα»
«Γουρπάν’ εγώ ση γούλα σ’!
Μέρ’ εφέκες την Τασούλα σ’;»
«Η Τασούλα έν’ σ’ οσπίτ’ν ατ’ς,
δικαιούται το παιδίν ατ’ς¹
Η πεθερά μ’ έν’ κακέσσα,
πάντα αφήν’ με νηστικέσσα
Τσακών’, ευτάει το φούστουρον
και τρώει α’ μαναχέσσα»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασ’από
ατααυτά
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφήν’αφήνει
άφογαάφοβα
βουτούρταβούτυρα
γούλαλαιμός gula
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
γουρταρεύ’ςγλυτώνεις κτ/κπ από, διασώζεις kurtarmak
γραιάδεςγριές
’δέντίποτα
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έ͜ειςέχεις
εβγών’βγαίνει
εγονάτ’σενγονάτισε
εγροίκ’σενκατάλαβε
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
είναςένας/μία
εκείσανκείτονταν, ξάπλωναν
εκοιμούσανεκοιμόντουσαν
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
έν’είναι
ενίφτεςνίφτηκες, πλύθηκες
έντονέγινε
εντρέπεσαιντρέπεσαι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέγκενέβγαλε
επϊάστανπιάστηκαν
επιάστενπιάστηκε
έρθενήρθε
ερωτάρωτάει
ερωτάςρωτάς
εσούμωσενσίμωσε, πλησίασε, κόντεψε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφέκεςάφησες
εχάσανχάνονταν
εχπάστεναναχώρησε, κίνησε για
θαγατέρανθυγατέρα, κόρη
θέλτςθέλεις
’ίνουσουνγινόσουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καημέντσακαημένη
κακέσσακακιά
καλέσσακαλή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κρομμύδι͜ακρεμμύδια
κρού’ςχτυπάς κρούω
κυρούπατέρα
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
’μαζεύτεν(εμαζεύτεν) μαζεύτηκε
μαναχέσσαμονάχη
μαραγγουλιαμέντσαμαραζωμένη, μαραμένη, μτφ. σκυθρωπή μαραγγιάω
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
νηστικέσσανηστική
νυφάδεςνύφες
νύφενύφη
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
οξ̌ωκάέξω
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παιδίαπαιδιά
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
’ς(ας) από
σ’κούταισηκώνεται
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σ̌κυλάζ’βρωμάει
’σούμωσενπλησίασε, σίμωσε
σουρτούκααλήτισσα, που τριγυρνάει άσκοπα, περιπλανώμενη sürtük
ταβίζ’μαλώνω/ει, φιλονικώ/εί, επιπλήττω/ει dava/daʿvā
τακούν’τακούνι taccon(e)
ταρχανάντραχανά tarhana
τας̌πέτρα, λίθος taş
’τεναυτήν
τερώκοιτώ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσακών’σπάω/ει
τσ̌ουλτούκακατουρλιάρα
τσούνασκύλα κύων→κύαινα
τυχερέσσατυχερή
φά͜ειςταΐζεις
φογάσαιφοβάσαι
φούστουρονείδος ποντιακής ομελέτας
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χατεύ’διώχνω/ει atmak
χοβλαεύ’ορμάει, επιτίθεται hovlamak
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασ’από
ατααυτά
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφήν’αφήνει
άφογαάφοβα
βουτούρταβούτυρα
γούλαλαιμός gula
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
γουρταρεύ’ςγλυτώνεις κτ/κπ από, διασώζεις kurtarmak
γραιάδεςγριές
’δέντίποτα
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έ͜ειςέχεις
εβγών’βγαίνει
εγονάτ’σενγονάτισε
εγροίκ’σενκατάλαβε
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
είναςένας/μία
εκείσανκείτονταν, ξάπλωναν
εκοιμούσανεκοιμόντουσαν
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
έν’είναι
ενίφτεςνίφτηκες, πλύθηκες
έντονέγινε
εντρέπεσαιντρέπεσαι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέγκενέβγαλε
επϊάστανπιάστηκαν
επιάστενπιάστηκε
έρθενήρθε
ερωτάρωτάει
ερωτάςρωτάς
εσούμωσενσίμωσε, πλησίασε, κόντεψε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφέκεςάφησες
εχάσανχάνονταν
εχπάστεναναχώρησε, κίνησε για
θαγατέρανθυγατέρα, κόρη
θέλτςθέλεις
’ίνουσουνγινόσουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καημέντσακαημένη
κακέσσακακιά
καλέσσακαλή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κρομμύδι͜ακρεμμύδια
κρού’ςχτυπάς κρούω
κυρούπατέρα
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
’μαζεύτεν(εμαζεύτεν) μαζεύτηκε
μαναχέσσαμονάχη
μαραγγουλιαμέντσαμαραζωμένη, μαραμένη, μτφ. σκυθρωπή μαραγγιάω
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
νηστικέσσανηστική
νυφάδεςνύφες
νύφενύφη
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
οξ̌ωκάέξω
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παιδίαπαιδιά
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
’ς(ας) από
σ’κούταισηκώνεται
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σ̌κυλάζ’βρωμάει
’σούμωσενπλησίασε, σίμωσε
σουρτούκααλήτισσα, που τριγυρνάει άσκοπα, περιπλανώμενη sürtük
ταβίζ’μαλώνω/ει, φιλονικώ/εί, επιπλήττω/ει dava/daʿvā
τακούν’τακούνι taccon(e)
ταρχανάντραχανά tarhana
τας̌πέτρα, λίθος taş
’τεναυτήν
τερώκοιτώ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσακών’σπάω/ει
τσ̌ουλτούκακατουρλιάρα
τσούνασκύλα κύων→κύαινα
τυχερέσσατυχερή
φά͜ειςταΐζεις
φογάσαιφοβάσαι
φούστουρονείδος ποντιακής ομελέτας
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χατεύ’διώχνω/ει atmak
χοβλαεύ’ορμάει, επιτίθεται hovlamak
Η νύφε και η πεθερά
Σημειώσεις
¹ Ορθότερη νοηματικά η εκδοχή «Δικαιούται ατεν ο κύρ’ς ατ’ς»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost